Η Kawasaki μας τρέλανε! CORLEO 150cc: ΜΟΤΟ-άλογο για offroad κατσικίσιες διαδρομές! [VIDEO]
Μία νέα -λέει- κατηγορία οχημάτων που θα πλαισιώνει τις μοτοσυκλέτες Kawasaki
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
3/4/2025
Χρειάστηκε να το ελέγξουμε 4-5 φορές για να δούμε πως σίγουρα δεν βλέπουμε μία ετεροχρονισμένη πρωταπριλιάτικη φάρσα από την Kawasaki, αλλά όχι, το CORLEO είναι μία κανονική πρότασή της, με κινητήρα καύσης υδρογόνου 150 κυβικών και τέσσερις κινητήρες σε κάθε ένα από τα πόδια.
Πιστεύουμε, όπως έχουμε πει από το 2008, 17 χρόνια πριν, πως μπορεί να μην γλιτώσουμε το βήμα του εξηλεκτρισμού αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι αυτό το μέλλον της μετακίνησης και πως η χρήση του υδρογόνου σε κινητήρες εσωτερικής καύσης είναι μία εξαιρετική λύση για ένα μέλλον χωρίς βενζίνη αλλά και δίχως πολλές αλλαγές στον τύπο μοτοσυκλέτας που έχουμε γνωρίσει και αγαπήσει.
Η Kawasaki και η Yamaha είναι πρωτοπόροι σε αυτό τον τομέα καθώς όχι μόνο κάνουν πραγματικές δοκιμές στους δρόμους -και της Ευρώπης- με μοτοσυκλέτες που καίνε υδρογόνο (δείτε εδώ το Kawasaki Hyse) αλλά παράλληλα εξελίσσουν και όλο το σύστημα υποστήριξης, από την μεταφορά και την αποθήκευσή του μέχρι την παραγωγή του. Η Kawasaki που είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως έχει αναπτύξει ακόμη και tanker μεταφοράς υδρογόνου.
Σε αυτό το πλαίσιο εξερεύνησης της τεχνολογίας έχουν συμφωνήσει να φέρουν προτάσεις για νέες χρήσεις των κινητήρων τους, πάντα με δεδομένο πως η μοτοσυκλέτα είναι στο επίκεντρο καθώς αυτές οι δύο εταιρείες δεν κατασκευάζουν αυτοκίνητα και η έρευνα που κάνουν είναι για τις μοτοσυκλέτες η Yamaha και για το τμήμα-ξεχωριστή πλέον εταιρεία- μοτοσυκλετών η Kawasaki.
Έχουν λοιπόν σχεδιάσει έναν κινητήρα 150 κυβικών για μικρά δίκυκλα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε νέου τύπου γεννήτρια που θα καταναλώνει υδρογόνο για να παράγει ρεύμα και μάλιστα να ενωθεί σε συστοιχία για να καλύψει μεγαλύτερες εγκαταστάσεις.
Αυτός ο κινητήρας είναι που μπαίνει στο εμπρός τμήμα του νέου αλογο-κάτσικου, ενός νέου τύπου οχήματος που συνδυάζει -σύμφωνα πάντα με την ίδια την Kawasaki- το κράτημα και την ευκολία χειρισμού των μοτοσυκλετών Kawasaki, καθώς και την χαρά της οδήγησης – στο CORLEO! Ένα νέο τύπο οχήματος που ο αναβάτης καθοδηγεί με μετατόπιση βάρους στα μαρσπιέ-αρτάνη, όπως ακριβώς θα έκανε με ένα άλογο και ελέγχει με το σώμα του σε μία νέα συνεργασία ανθρώπου-μηχανής για εξερεύνηση σε βουνά και οπουδήποτε δυσκολεύεται να προσεγγίσει με άλλο όχημα!
Τα πόδια κινούνται ανεξάρτητα και αντικρυστά, όπως δηλαδή στα άλογα και όχι σαν καμήλα και τα πίσω εδράζονται σε ένα ψαλίδι που λειτουργεί ως μία κανονική ανάρτηση κρατώντας τον οδηγό παράλληλα με το έδαφος, προσφέροντας ταυτόχρονα και απόσβεση κατά το περπάτημα, το τρέξιμο, ακόμη και τα άλματα που το CORLEO μπορεί να πραγματοποιήσει από βράχο σε βράχο.
Για σούζες δεν γίνεται κάπου λόγος και ελπίζουμε αν ποτέ κατασκευάσουν κάποιο πρωτότυπο, να μην τις παραλείψουν ως επιλογή.
Ανάμεσα στα δύο πίσω πόδια κρύβεται το ρεζερβουάρ υδρογόνου με τον κινητήρα -μονάδα παραγωγής ενέργειας- να είναι όπως είπαμε τοποθετημένος εμπρός, εξισορροπώντας την κατασκευή.
Η παραγόμενη ενέργεια μεταφέρεται στους κινητήρες που έχει το κάθε πόδι ξεχωριστά, ενώ η Kawasaki αναφέρει πως το CORLEO θα έχει πέλματα από λάστιχο με πολύ καλή πρόσφυση -λένε- σε πέτρες, γρασίδι, βράχους κτλ οπότε δεν γλιτώνουμε από την αλλαγή ελαστικών.
Τα πόδια του αναβάτη πατούν σε αναβολείς, όπως ακριβώς θα έκανε σε ένα άλογο, που ρυθμίζονται σε μήκος και με βάση την κίνηση που μεταφέρει και την μετατόπιση βάρους σε συνδυασμό με το τιμόνι – γκέμια από το οποίο κρατιέται, καθοδηγεί το Corleo!
Δεν σταματάμε εκεί όμως, καθώς η Kawasaki ονειρεύεται και πλοήγηση με προτζέκτορες όπου εκτός από φωτισμού του εδάφους εμπρός, θα προσφέρουν και πλοήγηση ώστε να κοιτάς εμπρός αντί για την τεράστια οθόνη.
Στην καλύτερη περίπτωση έχουν δώσει έμπνευση για μία νέου τύπου καταδίωξη σε κάποια επόμενη ταινία, διότι απέχουμε πολύ από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ωστόσο είναι ένα καλό νέο πως δεν αφήνουν την έρευνα για τους κινητήρες υδρογόνου να σβήσει ή να παραμεριστεί και το αντιμετωπίζουν ακριβώς όπως θα θέλαμε, δηλαδή εξαντλώντας κάθε τρελή ιδέα, όπως ακριβώς φτάσαμε και στο σήμερα.
Πάντως υπάρχει και μοντέλο σε φυσικό μέγεθος, έστω και αν -μάλλον- δεν είναι λειτουργικό από το οποίο αυτή είναι η μοναδική φωτογραφία που υπάρχει:
Σύμφωνα με την Kawasaki θα δείξει το MOTO-Άλογο για πρώτη φορά στο κοινό, σε Έκθεση για την ζωή στο μέλλον με ορίζοντα το 2050, σε δέκα ημέρες (13 Απριλίου) στο Τόκυο.
Η Can-Am επέστρεψε στις μοτοσυκλέτες - Τις οδηγούμε στα Μέγαρα!
Ίδια ηλεκτρική βάση, διαφορετικός χαρακτήρας για την naked και την on-off
Από τον
Θοδωρή Ξύδη
8/10/2025
Οι Pulse και Origin είναι πλέον διαθέσιμες στο ελληνικό κοινό και εμείς βρεθήκαμε στην πίστα καρτ των Μεγάρων για μια πρώτη επαφή με τις δύο ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες που βάζουν ξανά την Can-Am στον δίτροχο χάρτη.
Η Can-Am επιστρέφει στην κατασκευή μοτοσυκλετών έπειτα από δεκαετίες και επιλέγει να το κάνει με τις ηλεκτρικές Pulse και Origin απευθυνόμενη σε ένα κοινό που είναι από τώρα πρόθυμο να κάνει την μετάβαση από τους κινητήρες εσωτερικής καύσης στους ηλεκτρικούς, παρά το γεγονός ότι καινούργιες μοτοσυκλέτες με θερμικούς κινητήρες θα είναι διαθέσιμες στην ΕΕ για πολλά, πάρα πολλά χρόνια ακόμη, όπως έχουμε ξεκάθαρα αναλύσει στο MOTO.
Σε μία προσεγμένη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην πίστα καρτ των Μεγάρων, η Πέτρος Πετρόπουλος ΑΕΒΕ, η εταιρεία που αντιπροσωπεύει τα προϊόντα της BRP (Sea-Doo, Ski-Doo, Can-Am) στην Ελλάδα εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, κάλεσε τον ελληνικό Ειδικό Τύπο, για μια πρώτη επαφή με τις δύο ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες της καναδικής εταιρείας στο ασφαλές περιβάλλον της πίστας. Πριν όμως μιλήσουμε για αυτή την πρώτη μας επαφή με τις ηλεκτρικές Pulse και Origin ας δούμε πιο αναλυτικά τα χαρακτηριστικά τους και τι φέρνουν στο δίτροχο "τραπέζι".
Κοινή βάση, διαφορετικός χαρακτήρας και στόχος
Οι δυο νέες μοτοσυκλέτες διαθέτουν κοινή βάση και απευθύνονται η μία στον “ανήσυχο” αναβάτη που θέλει και περιπετειούλες στο χώμα και η άλλη σε εκείνον που θέλει να απολαύσει την ήσυχη, δυναμική και ραφιναρισμένη λειτουργία του ηλεκτρικού κινητήρα αποκλειστικά στην άσφαλτο. Με την αυτονομία που προσφέρει η σχετικά μεγάλη συστοιχία μπαταριών των 8,9 kWh οι δύο μοτοσυκλέτες υπόσχονται να τα καταφέρουν περίφημα στο αστικό και περιαστικό περιβάλλον έχοντας ικανή αυτονομία για να καλύψουν τις ημερήσιες ανάγκες μετακίνησης χωρίς να υπάρχει το άγχος ότι θα ξεμείνεις από "ζουμί" γυρνώντας στο σπίτι.
Η Origin είναι ο φόρος τιμής της Can-Am στην Off-Road κληρονομιά της, με διττό χαρακτήρα ώστε να εξυπηρετεί τόσο τις αστικές ανάγκες κίνησης του αναβάτη όσο και τις σύντομες εκτός δρόμου ανησυχίες του στο περιαστικό περιβάλλον. Από την άλλη, η Pulse είναι μια naked μοτοσυκλέτα που έχει και αυτή όρθια θέση οδήγησης, κάτι μεταξύ πολιτικού supermoto και on-off, επίσης με άνετες γωνίες για τα χέρια και τα πόδια.
Οι δύο μοτοσυκλέτες μοιράζονται τον ηλεκτροκινητήρα E-Power της θυγατρικής Rotax που υπάγεται επίσης στην BRP όπως και η Can-Am, με τη μετάδοση να γίνεται απευθείας χωρίς κιβώτιο στον πίσω τροχό, ενώ η ύπαρξη ηλεκτρικού μοτέρ προσθέτει στις ευκολίες για τον αναβάτη και την όπισθεν. Ο ηλεκτρικός κινητήρας βρίσκεται πίσω από την κάσα της μπαταρίας, είναι υγρόψυκτος όπως η ίδια η μπαταρία, ενώ υγρόψυκτοι είναι επίσης ο εναλλάκτης αλλά και ο ενσωματωμένος φορτιστής, κάτι που εξασφαλίζει σταθερότητα στην απόδοση του συστήματος σε όλες τις συνθήκες και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής για τα κελιά της μπαταρίας.
Και στις δύο περιπτώσεις η απόδοση του ηλεκτρικού κινητήρα φτάνει στο μέγιστο όριο των 47 ίππων (35 KW) που επιβάλλει η κατηγορία Α2 με τη ροπή να βρίσκεται στα 7,34 kgm στις 4.600 σ.α.λ., αν και στην πραγματικότητα βρίσκεται κοντά σε αυτήν την τιμή σχεδόν από τις πρώτες περιστροφές. Με το μοτέρ στους 47 ίππους η Can-Am ανακοινώνει 0-100 χλμ./ώρα σε 3,8 δευτερόλεπτα για την Pulse και 4,3 δευτερόλεπτα για την Origin και τελική που περιορίζεται ηλεκτρονικά στα 129 χλμ./ώρα. Η τελική μετάδοση γίνεται με αλυσίδα που είναι κλειστή σε μπάνιο λαδιού, με το κέλυφος να ντουμπλάρει και ως μονόμπρατσο ψαλίδι. Το όφελος εδώ είναι μεγάλο για τη μακροζωία της αλυσίδας με την Can-Am να αναφέρει έλεγχο και αντικατάσταση κάθε 25.000 χλμ. χωρίς να χρειάζεται ενδιάμεσα κάποιου είδους συντήρηση.
Οι δύο μοτοσυκλέτες είναι διαθέσιμες με τον ίδιο ηλεκτρικό κινητήρα και για κατηγορία διπλώματος "Α1" με την απόδοσή στα χαρτιά να μειώνεται στους 15 ίππους (11 KW). Λέμε στα χαρτιά γιατί στην πράξη ο κινητήρας δίνει την αίσθηση ότι είναι πολύ πιο δυνατός -πολύ πιο κοντά στην "ανοιχτή" έκδοσή του από ό,τι περιμένεις- και θυμίζει συμβατικό κινητήρα που έχει τουλάχιστον υπερδιπλάσια χωρητικότητα από 125άρη λόγω της ροπής που ανακοινώνεται ίδια και στις δύο περιπτώσεις.
Οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν ίδιο πλαίσιο και διαφορετικό υποπλαίσιο που εδράζεται πάνω στην κοινή κάσα της μπαταρίας η οποία αποτελεί το κυρίως δομικό μέρος του πλαισίου. Φέρουν επίσης ίδιο ενσωματωμένο φορτιστή 6,6 kW, ίδια LED φωτιστικά σώματα, ντουλαπάκι εκεί που κανονικά θα ήταν το ρεζερβουάρ σε μια συμβατική μοτοσυκλέτα (μικρότερο στην Origin) και μεγάλη έγχρωμη TFT οθόνη αφής (!) με διαγώνιο στις 10,25 ίντσες και δυνατότητα συνδεσιμότητας.
Η αυτονομία που προσφέρει η μπαταρία με μία πλήρη φόρτιση μπορεί να φτάσει στον αστικό κύκλο του πρωτόκολλου μετρήσεων WMTC τα 160 χλμ. στην Pulse και τα 145 στην Origin. Στον συνδυασμένο κύκλο του WMTC η αυτονομία είναι 115 χλμ. για την Origin (84 με σταθερή ταχύτητα 80 χλμ./ώρα) και 130 χλμ. για την Pulse -89 χλμ. με την σταθερή ταχύτητα των 80 χλμ./ώρα. Ενσωματώνεται επίσης και σύστημα ανάκτησης ενέργειας που φορτίζει την μπαταρία κατά την επιβράδυνση, με τον αναβάτη να μπορεί να το ενεργοποιήσει και αυτοβούλως περιστρέφοντας αντίθετα το γκριπ του γκαζιού, ενώ ρυθμίζεται σε δύο επίπεδα έντασης.
Ο χρόνος που θα χρειαστεί για να φορτίσει η μπαταρία από το 20% στο 80% είναι 50 λεπτά, ενώ για να φτάσει από το 0% στο 100% χρειάζεται 90 λεπτά με την ανακοινώσιμη τελική ταχύτητα να βρίσκεται στα 129 χλμ./ώρα. Ο αναβάτης έχει στη διάθεσή του τρία προγράμματα λειτουργίας για τον κινητήρα, τα Eco (αυξάνει την αυτονομία και περιορίζει την απόδοση), Rain και Sport+ για την Impulse με την Origin να προσθέτει ένα ακόμη, το “Off-Road”, για εκτός δρόμου χρήση.
Στον τομέα των αναρτήσεων την ευθύνη μπροστά αναλαμβάνει η ΚΥΒ με ανεστραμμένο πιρούνι διαμέτρου 43mm και διαδρομή στα 255 χλστ. στην Origin και στα 140 χλστ. για την Pulse που φέρει USD πιρούνι 41 χλστ. Επίσης 255 χλστ. είναι η διαδρομή του πίσω τροχού στην ηλεκτρική on-off με το μονό αμορτισέρ να είναι πλήρως ρυθμιζόμενο, ενώ στην Pulse το αμορτισέρ προέρχεται από τη Sachs, ρυθμίζεται μόνο ως προς την προφόρτισή του ελατηρίου και έχει διαδρομή 140 χλστ.
Ο off-road χαρακτήρας της Pulse ενισχύεται από την ύπαρξη ακτινωτών τροχών 21 και 18 ιντσών εμπρός και πίσω αντίστοιχα με διαστάσεις 90-90 μπροστά και 120-80 πίσω για τα διπλής χρήσης Dunlop D605. Αντίστοιχα στην Pulse οι ζάντες είναι χυτές αλουμινίου 17 ιντσών και στα δύο άκρα, ενώ εδώ ελαστικό πρώτης τοποθέτησης είναι το Dunlop Sportmax GPR-300 με διαστάσεις 110/70 μπροστά και 150/60 πίσω.
Για την επιβράδυνση φροντίζει και στις δύο περιπτώσεις ένας δίσκος των 320mm μπροστά που συνεργάζεται με διπίστονη δαγκάνα της J.Juan, ενώ το πίσω δισκόφρενο έχει διάμετρο 240 χλστ. και η δαγκάνα είναι ενός εμβόλου. Τη λειτουργία "επιτηρεί" μονάδα ABS στην A2 αλλά και στην Α1 έκδοση.
Για την Origin το μήκος βρίσκεται στα 2.204 χλστ., το πλάτος στα 861 χλστ., το ύψος στα 1,414 χλστ. και η απόσταση από το έδαφος στα 274 χλστ., ενώ η σέλα απέχει από το έδαφος 865 χλστ. Η κάστερ είναι στις 30 μοίρες και το ίχνος στα 118 χλστ., ενώ το μεταξόνιο βρίσκεται στα 1.503 χλστ.
Λόγω των διαφορετικών τροχών αλλά και των μικρότερων διαδρομών των αναρτήσεων, η Pulse, που έχει και διαφορετικό υποπλαίσιο και μικρές αλλαγές στον λαιμό, φτάνει σε μήκος τα 2.030 χλστ. με το πλάτος στα 947 χλστ. και το ύψος στα 1.171 χλστ. Εδώ το μεταξόνιο είναι 1.412 χλστ. με την κάστερ στις 27,2 μοίρες και το ίχνος στα 101 χλστ., ενώ το ύψος της σέλας βρίσκεται στα 784 χλστ. Διαφορές έχουμε και στο βάρος με την Origin να ζυγίζει επίσημα 187 κιλά και την Pulse 10 λιγότερα, στα 177 κιλά.
Origin και Pulse είναι διαθέσιμες σε δύο διαφορετικές εξοπλιστικές εκδόσεις που προσθέτουν στο συνθετικό του ονόματός τους το "’73" και χαρακτηρίζονται από τον πλουσιότερο εξοπλισμό και έξτρα λεπτομέρειες όπως η κοντή φιμέ ζελατίνα, τα πλαϊνά εμπρός πλαστικά βαμμένα με το νούμερο “73”, κίτρινα σιρίτια στους τροχούς και ασημένιες πινελιές στα πλαϊνά του εμπρός LED προβολέα.
Ησυχία και ευχάριστη αίσθηση
Η πρώτη επαφή μας με τις δύο ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες της Can-Am μάς έδειξε ότι η καναδική εταιρεία ξόδεψε χρόνο και χρήμα για τη σχεδίαση και την εξέλιξη των μοτοσυκλετών της και παρόλο που η βάση είναι ίδια κάθε μοτοσυκλέτα έχει τον δικό της χαρακτήρα και εντάσσεται πλήρως στην κατηγορία που θέλει να ανήκει χωρίς "αλλά". Βέβαια και οι δύο προτάσεις της Can-Am, ελέω της αυτονομίας που προσφέρει η υγρόψυκτη μπαταρία τους, δεν μπορούν να έχουν κάποιον άλλο ρόλο εκτός από εκείνον του commuter ακόμη και στις πιο φιλικές προς τα ηλεκτρικά χώρες όπου το δίκτυο φόρτισης δεν είναι τόσο ελλιπές όσο αυτό της Ελλάδας.
Η ποιότητα κατασκευής βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο και οι δύο μοτοσυκλέτες σε καλοσωρίζουν με μια άνετη θέση οδήγησης που χαρακτηρίζεται και στις δύο περιπτώσεις από το ψηλά τοποθετημένο τιμόνι. Χώρος στη σέλα υπάρχει μπόλικος και για τους ψηλούς με την απόσταση των μαρσπιέ από αυτή να είναι λογική, ενώ ακόμη και στην ψηλότερη Origin οι κοντύτεροι δεν θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα αφού η μοτοσυκλέτα είναι στενή, δεν ανοίγει πολύ τα πόδια και αυτά φτάνουν στο έδαφος χωρίς να δημιουργούν ψυχολογικά προβλήματα.
Στην πίστα καρτ βέβαια όπου έγινε η πρώτη επαφή με τις δύο Can-Am βρέθηκα αρχικά στη σέλα της Pulse, στην έκδοση "Α1", η οποία ήταν και η ευχάριστη έκπληξη μεταξύ των δύο εκδόσεων λόγω της απόδοσης του ηλεκτρικού κινητήρα. Γιατί μπορείς και με το δίκιο σου να περιμένεις από την "Α2" μοτοσυκλέτα να έχει μπόλικο και χορταστικό ηλεκτρικό "γκάζι", όχι όμως και από την πιο αδύναμη έκδοση που αν ήταν συμβατική θα είχε κινητήρα πολύ μεγαλύτερης χωρητικότητας από 125 κ.εκ. για να το φτάσει σε επιταχύνσεις και ρεπρίζ.
Σίγουρα εκείνοι που έχουν στα χέρια τους δίπλωμα A1, αλλά και οι οδηγοί αυτοκινήτου που το έχουν αναβαθμίσει, θα αισθανθούν από την πρώτη στιγμή ότι κλέβουν εκκλησία αφού ο ηλεκτρικός κινητήρας της Impulse υπακούει στο παραμικρό άνοιγμα του γκαζιού και μεταφέρει άμεσα μπόλικη ροπή στον πίσω τροχό σχεδόν διαισθητικά. Με τη συστοιχία μπαταριών να έχει τοποθετηθεί στο σωστό σημείο η Impulse παρουσιάζει πολύ καλή συγκέντρωση μαζών και αλλάζει με χάρη κατεύθυνση με τη θέση οδήγησης να προσφέρει πολύ καλό έλεγχο. Πολύ καλή είναι και η αίσθηση που δίνει το πιρούνι, τουλάχιστον σε άσφαλτο που δεν έχει τις ανωμαλίες των ελληνικών δρόμων όπως στην πίστα καρτ των Μεγάρων. Μπορείς να την πιέσεις στα φρένα και αυτά να κατεβάσουν τη δύναμή τους χωρίς παρατράγουδα και έπειτα να πάρεις μεγάλη κλίση με αυτοπεποίθηση, μέχρι το μαρσπιέ να αρχίσει να ξύνει την άσφαλτο.
Η "Α2" έκδοση με τους 42 ίππους προσφέρει ακόμη πιο απολαυστική επιτάχυνση χωρίς άλλες διαφορές στη συμπεριφορά της έναντι της μικρότερης Impulse. Εδώ ο εμπρός δίσκος και ο μονός εμπρός δίσκος, είναι στην πραγματικότητα αρκετός λόγω της τελικής που περιορίζεται στα 129 χλμ./ώρα. Όχι ότι κατάφερα να τελικιάσω μέσα στην πίστα καρτ αλλά κάθε φορά που επιβράδυνα δυνατά η δύναμη ερχόταν γραμμικά και αναλογικά ως προς τη δύναμη που ασκούσα στη μανέτα, χωρίς αρχικό δάγκωμα και το φρένο μου έδειχνε ότι θα μπορούσε να επιβραδύνει με ασφάλεια τη μοτοσυκλέτα και στην μικρή τελική ταχύτητα της. Βέβαια μια 4πίστονη διαγκάνα θα προσέφερε ακόμη περισσότερη δύναμη που δεν θα πήγαινε χαμένη στη naked, αν ο αναβάτης της ήθελε να κινηθεί πιο επιθετικά και όχι απλά σβέλτα. Στην επιβράδυνση, στρέφοντας το γκάζι προς την αντίθετη κατεύθυνση ο ηλεκτροκινητήρας λειτουργεί σαν γεννήτρια για την μπαταρία και μαζί με αυτό προσθέτει λίγη ακόμη επιβραδυντική ισχύ, ενώ η ένταση του συστήματος ανάκτησης ενέργειας μπορεί να ρυθμιστεί και να προσομοιώσει ακόμη καλύτερα το φρένο του συμβατικού κινητήρα.
Πάνω-κάτω τα ίδια ισχύουν και για την Origin, την οποία οδήγησα επίσης στην μικρή πίστα χωρίς να πατήσω καθόλου χώμα. Εδώ βέβαια τα πιο στενά ελαστικά, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη αδράνεια των βαρύτερων ακτινωτών τροχών -ειδικά του εμπρός των 21 ιντσών- δίνουν μια δικαιολογημένα βαρύτερη αίσθηση στην αλλαγή κατεύθυνσης. Παράλληλα, οι αναρτήσεις με τις μεγαλύτερες διαδρομές είναι και πιο μαλακές και έτσι η μεταφορά βάρους στα φρένα είναι πιο έντονη, όσο περιμένεις όμως από μία on-off. Η Origin σου δίνει και αυτή σιγουριά από το μπροστινό της και σου επιτρέπει να την οδηγήσεις σβέλτα επιλέγοντας και διαφορετικό στιλ "αλά supermoto" στις πιο σφιχτές στροφές μέχρι να ξύσει και αυτή τα μαρσπιέ της. Σε γενικές γραμμές και οι δύο μοτοσυκλέτες είναι πολύ ευχάριστες στην οδήγησή τους, κρύβουν πολύ καλά το βάρος τους, το οποίο χωρίς να είναι αμελητέο βρίσκεται σε λογικό επίπεδο και είναι παράλληλα πολύ προσεγμένες στην κατασκευή τους.
Κοιτάζοντας μπροστά
Origin και Pulse είναι δύο μοτοσυκλέτες που δεν απευθύνονται σε όσους κινούνται με σφιχτό μπάτζετ για την αγορά της επόμενης Α2 ή Α1 μοτοσυκλέτας τους. Είναι premium ηλεκτρικές για τους συνειδητοποιημένους αναβάτες που ασπάζονται όλα τα θετικά που φέρνει η ηλεκτρική ενέργεια στους δύο τροχούς αναφορικά με τους εκπεμπόμενους ρύπους και είναι πρόθυμοι να κάνουν συμβιβασμούς με την περιορισμένη αυτονομία που προσφέρουν. Κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις πάντα, στην προκειμένη περίπτωση το κέρδος προκύπτει από την γεμάτη απόδοση του ηλεκτρικού μοτέρ σε όλο το φάσμα λειτουργίας αλλά και το ελάχιστο δυνατό κόστος κίνησης που μπορεί να ντροπιάσει ακόμη και παπί αναφορικά με την κατανάλωση ή τα ευρώ/100 χλμ. αν προτιμάτε. Ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα χρήματα που κοστίζουν οι Origin και Pulse πηγαίνει στο προηγμένο σύστημα κίνησης, το οποίο είναι πλήρως υγρόψυκτο, κάτι μοναδικό για τον κόσμο των δύο τροχών. Είναι παράλληλα πολύ ευχάριστο κατά τη λειτουργία του, ήσυχο και απίστευτα πολιτισμένο με την τεράστια ροπή και τον ακαριαίο αλλά πλήρως αναλογικό τρόπο απόδοσης στην περιστροφή του δεξιού γκριπ να μην αφήνει περιθώριο σύγκρισης με συμβατικό μοτέρ ειδικά στην A1 έκδοση. Μεγάλο μέρος του κόστους αφορά φυσικά και την ίδια την μπαταρία με τις σπάνιες γαίες που έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή της και ανεβάζουν σημαντικά την τιμή έναντι μιας συμβατικής μοτοσυκλέτας. Όλα αυτά βέβαια θα τα δούμε σε βάθος κατά την αναλυτική δοκιμή τους, όπως φυσικά και το πώς συμπεριφέρονται σε πραγματικές συνθήκες οδήγησης.
Η Can-Am προσπάθησε να σκοράρει δυνατά σε τομείς όπως η ποιότητα κατασκευής και η συμπεριφορά και δείχνει να το έχει πετύχει, ενσωματώνοντας και προηγμένες για ηλεκτρικά τεχνολογίες στα μοντέλα της με τον αναβάτη να κερδίζει επίσης σε συνδεσιμότητα μέσω της hi-tech οθόνης αφής. Το σύστημα προσφέρει και τη δυνατότητα Over-the-Air αναβαθμίσεων, για τα ηλεκτρονικά, τον κινητήρα και την μπαταρία της, περιορίζοντας έτσι τις επισκέψεις στο συνεργείο και το όποιο έξτρα κόστος συνεπάγεται αυτό. Αν θέλετε να ξεχωρίζετε στις μετακινήσεις σας, η Origin και η Impulse είναι δύο μοτοσυκλέτες που το κάνουν και αυτό και αποτελούν δυνατό αντίπαλο για αντίστοιχης απόδοσης ηλεκτρικά δίκυκλα δίνοντας παράλληλα και κύρος στον αναβάτη τους. Βεβαία όλα αυτά θα τα δούμε πιο διεξοδικά κατά την πλήρη δοκιμή των δύο μοτοσυκλετών σε πραγματικές συνθήκες κίνησης
Οι μοτοσυκλέτες της Can-Am καλύπτονται από 2ετή εγγύηση εκτός από την μπαταρία όπου η εγγύηση φτάνει τα πέντε χρόνια ή τα 50.000 χιλιόμετρα. Οι τιμές τους χωρίς να υπολογίζεται σε αυτής η επιδότηση από το κρατικό πρόγραμμα "Κινούμαι Ηλεκτρικά 3" (επιδότηση 20% της τιμής προ ΦΠΑ και με μέγιστο ποσό επιδότησης 700 ευρώ για ηλεκτρικά δίκυκλα κατηγορίας L1e έως L4e.) ξεκινούν από τα 14.000 ευρώ που βρίσκεται στο πλαίσιο του ηλεκτρικού ανταγωνισμού: