Marc Marquez: Στατιστικά καριέρας. Η χειρότερη σεζόν, η φετινή και εκείνη του ’13. Ο στόχος για το μέλλον

Οι αριθμοί έχουν την δική τους αλήθεια
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

8/10/2019

Αυτή την στιγμή ο Marquez απέχει μονάχα μία νίκη για να ισοφαρίσει το ρεκόρ του Mick Doohan με 54 νίκες στην κορυφαία κατηγορία των GP, πράγμα που σημαίνει πως το πιο πιθανό, είναι φέτος όχι απλά να το ισοφαρίσει, αλλά και να το ξεπεράσει. Αμέσως μετά θα του μένει ο Giacomo Agostini με 68 νίκες και φυσικά ο Valentino Rossi που μέχρι στιγμής έχει σημειώσει 89 στην κορυφαία κατηγορία. Συνολικά ο Rossi κατέχει 115 νίκες στα GP, ο Agostini 122 και ο Marquez 79. Όμως ένα άλλο ρεκόρ έχει ήδη γραφτεί ανεξίτηλα, σχετικά με τις συνολικές νίκες και σε αυτό ο Marquez έρχεται δεύτερος με πολύ μικρή διαφορά από τον Valentino Rossi καθώς σημείωσε την 50η του νίκη φέτος στην Τσεχία, ως ο δεύτερος νεότερος στην ιστορία. Πρώτος ήταν ο Rossi, μόλις με τρεις ημέρες διαφορά! Ηλικιακά τους δύο αυτούς αναβάτες χωρίζουν 14 χρόνια και μία ημέρα. Ο Rossi γεννήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1979 και ο Marquez 17 Φεβρουαρίου 1993. Οι ομοιότητες είναι πολλές, οι διαφορές τους επίσης.

Ο Marquez έγραψε 50 νίκες σε ηλικία 26 ετών και 168 ημερών, αντί για 165 ημέρες που το έκανε ο Rossi. Συνολικά όμως εκείνη την ημέρα συμπλήρωνε 76 νίκες σε όλες τις κατηγορίες, πράγμα που σημαίνει πως ισοφάριζε το ρεκόρ καριέρας του εννέα φορές παγκόσμιου πρωταθλητή, Mike Hailwood! Ο Marquez όμως έχει την πρωτιά για κάτι άλλο πιο σημαντικό, έφτασε πρώτος στην ιστορία του αθλήματος, τις συμμετοχές σε 200 αγώνες. Σε αυτούς τους αγώνες κατάφερε να έχει τις περισσότερες pole position από κάθε άλλο αναβάτη από το 1974 και μετά όταν και άρχισαν να καταγράφονται οι pole position. Αυτό σημαίνει πως από εδώ και πέρα, κάθε φορά που ο Marquez ξεκινά τον αγώνα από την πρώτη θέση της εκκίνησης, έχουμε και νέο ρεκόρ καριέρας.

Η χειρότερη χρονιά του Marquez ήταν η πρώτη του στην Moto2, το 2011, μία χρονιά που έχασε έναν βέβαιο τίτλο που κατέληξε στα χέρια του Stefan Bradl δίχως να απογειώσει την καριέρα του Γερμανού, μιας και όλοι συμφωνούσαν πως ο τίτλος αυτός έπρεπε να πάει στον Marquez. Η χρονιά τότε είχε ξεκινήσει αργά για τον Marquez, μιας και στους έξι πρώτους αγώνες το 2011 ο Bradl μετρούσε ήδη τέσσερις νίκες. Έχοντας τον τίτλο του παγκόσμιου στα 125 το 2010, ο Marc ήταν ήδη το φαβορί για τον τίτλο της Moto2 και οι έξι νίκες που έκανε στους επόμενους επτά αγώνες, εξηγούσαν ακριβώς αυτή την προσδοκία ενώ στην Ιαπωνία θα περνούσε μπροστά στην βαθμολογία από την δεύτερη θέση του βάθρου. Στην Αυστραλία ενεπλάκη σε ατύχημα στα δοκιμαστικά και χρεώθηκε με ποινή ενός λεπτού την οποία κάλυψε εντυπωσιακά κερδίζοντας την τρίτη θέση. Στον επόμενο αγώνα και ξανά στα δοκιμαστικά, ο Marquez είχε νέο ατύχημα, αυτή την φορά πιο σοβαρό και την Κυριακή του αγώνα κόπηκε από τους γιατρούς ενώ είχε εμφανιστεί στην πίστα για να ξεκινήσει από την τελευταία θέση. Η όρασή του ήταν τόσο άσχημη που δεν έτρεξε ούτε στον τελευταίο αγώνα στην Valencia και έτσι ο τίτλος πήγε στον Bradl. Από τότε ο Marquez συνεχίζει να πέφτει στις δοκιμές, είναι ο άνθρωπος που συμπληρώνει χρονιές με ρεκόρ πτώσεων χωρίς να χάνει τερματισμούς, πέφτει δηλαδή στις δοκιμές. Αλλά πέφτει εξαντλώντας τα όρια της πρόσφυσης και αφότου έχει γλιτώσει αμέτρητες άλλες που κανείς άλλος αναβάτης δεν θα είχε γλιτώσει. Εκείνη η χρονιά, όπως αργότερα θα σχολίαζε ο ίδιος σε μία του συνέντευξη, ήταν μία από τις χρονιές που τον ωρίμασε απότομα. Η επόμενη που θα τον ωρίμαζε ακόμη περισσότερο δεν είχε έρθει ακόμη, θα ερχόταν το 2015… Δικά του λόγια αυτά περί ωρίμανσης, ούτε ένα μήνα πριν, όταν προσπαθούσε να πει τα λιγότερα που θα μπορούσε για το τι ακριβώς συνέβη στην Q2 στο Misano…

Όταν ξεκίνησε να τρέχει στα GP, το 2008, ήταν αυτομάτως ο νεαρότερος Ισπανός αναβάτης που πήρε pole position και ανέβηκε σε βάθρο σε παγκόσμιο πρωτάθλημα ταχύτητας. Αυτό έλεγε πολλά εκείνη την στιγμή, μιας και η Ισπανία είναι χώρα με τεράστια μοτοσυκλετιστική ιστορία. Αυτή την στιγμή μονάχα ένας Ισπανός, ο Angel Nieto, έχει περισσότερους τίτλους από τον Marguez συνολικά σε όλες τις κατηγορίες. Από το 1969 έως και το 1984 ο Nieto είχε κερδίσει 13 πρωταθλήματα βάζοντας μαζί και τα 50άρια... Φέτος ο Marquez είχε μία από τις καλύτερες σεζόν της ζωής του, μάλλον την καλύτερη παρόλο που υπάρχει και το απίστευτο 2014. Από την στιγμή που φέτος πήρε τις περισσότερες νίκες από κάθε άλλο, προς το παρόν είναι 8, ενώ έχει ανέβει στο βάθρο 13 φορές και έχει εννέα pole position, με την σεζόν να μην έχει ολοκληρωθεί.

Αν υπολογίσουμε μονάχα τους παγκόσμιους τίτλους της κορυφαίας κατηγορίας, μαζί με αυτόν που μόλις κέρδισε, τότε ο Marquez έχει έξι τίτλους σε μία επταετία, σπάζοντας το αντίστοιχο ποσοστό του Rossi την περίοδο 2001-2006 και του Agostini την περίοδο 1967-1972. Σε επτά χρόνια, Agostini και Rossi είχαν πέντε τίτλους, ο Marquez έχει έξι. Εξαίρεση –ποια άλλη- η χρονιά 2015.

Αυτή την στιγμή ο Marquez δεν έχει ξεπεράσει τον ρυθμό νικών αγώνων σε οκτώ διαδοχικές σεζόν που κατέχει ο Rossi. Είναι όμως κοντά στο να το κάνει και έχει ήδη ισοφαρίσει τους Giacomo Agostini και Angel Nieto αν μετρήσεις τις νίκες του σε εύρος πέντε σεζόν. Αν όμως ανοίξεις την ψαλίδα σε όλες τις κατηγορίες των GP τότε μέσα σε μία δεκαετία ο Marquez έχει καλύτερα στατιστικά νικών, με τουλάχιστον πέντε νίκες σε κάθε σεζόν, κερδίζοντας τον Mike Hailwood που είχε σημειώσει τουλάχιστον πέντε νίκες σε κάθε κατηγορία μέσα σε μία επταετία, από το 1961 έως και το 1967. Το 2014 ο Marquez πέρασε το ρεκόρ συνεχόμενων νικών του Rossi από το 2002 με επτά νίκες, και σημειώνοντας δέκα μπήκε στην πρώτη θέση με Doohan και Agostini όταν μετράς μία σεζόν. Αν μετρήσεις δύο και τρεις σεζόν συνεχόμενες ο αριθμός αλλάζει, αλλά τότε έτρεχαν και έξι αγώνες όλη την χρονιά.

Στα MotoGP που φέτος πήρε τον έκτο τίτλο, ο Marquez έχει συμμετάσχει μόνο με Honda. Αυτό τον κάνει τον πιο πετυχημένο αναβάτη της κορυφαίας κατηγορίας με ιαπωνική μοτοσυκλέτα, ξεπερνώντας τον Mick Doohan!

Με τον τίτλο αυτό ο Marquez κατατάσσεται από τώρα, στα 26 του, έκτος σε σύνολο παγκόσμιων τίτλων αλλά πρακτικά τέταρτος: Πρώτος είναι ο Giacomo Agostini με 15, δεύτερος ο Angel Nieto με 13 και στην τρίτη θέση με εννέα πρωταθλήματα ισοφαρίζουν ο Carlo Ubbiali, Mike Hailwood και Valentino Rossi. Όταν και αν ο Marquez φτάσει τους δέκα τίτλους, θα είναι ο τρίτος στην ιστορία της μοτοσυκλέτας με τέτοια συγκομιδή. Κι έχει μπροστά του τον χρόνο για να μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν οι πιθανότητες για να γίνει ο Ν1 σε συγκομιδή τίτλων… Αν όμως δει κανείς τους τίτλους μονάχα στην κορυφαία κατηγορία των MotoGP, τότε ο Marquez είναι πίσω μονάχα από τον Rossi και τον Agostini.

Οι πιθανότητες φαίνονται και από ένα άλλο ρεκόρ: Ο Marquez είναι ο νεότερος στην ιστορία του αθλήματος που έφτασε τους οκτώ τίτλους αλλά και ο νεότερος που καταφέρνει τους έξι τίτλους στην μεγάλη κατηγορία. Αυτά είναι δύο διαφορετικά ρεκόρ. Ο Hailwood ήταν 27 όταν έφτασε τους οκτώ τίτλους ενώ ο Agostini ήταν 29 όταν έφτασε τους έξι τίτλους στην μεγάλη κατηγορία, από τους 15 συνολικά. Άλλους δύο έκανε ο Agostini στα 500 τότε. Είχε ήδη επτά στα 350, την αντίστοιχη Moto2 σήμερα.

Όταν ο Marquez πήγε στην Repsol Honda αντικαθιστώντας τον Casey Stoner ήταν ένα δευτερόλεπτο αργότερος από τον Pedrosa κατά την πρώτη δοκιμή της μοτοσυκλέτας στην Valencia. Στην Sepang όμως, στην πρώτη δοκιμή του 2013, την πρώτη του δηλαδή σεζόν στα MotoGP ήταν ταχύτερος του Rossi και αργότερος από Lorenzo κατά την πρώτη ημέρα.

Στον πρώτο του αγώνα στα MotoGP, στο Qatar, έκανε ταχύτερο γύρο και ανέβηκε και στο βάθρο. Ήταν ήδη ένα από τα ονόματα για τον τίτλο, με την εμφάνισή του και μόνο και τον αγώνα τότε είχε κερδίσει ο Rossi. Στις ΗΠΑ θα ερχόταν η πρώτη του νίκη σε μία πίστα που έτρεχαν όλοι για πρώτη φορά και που από τότε δεν έχει κερδίσει κανείς ποτέ. Στατιστικά ο Rossi είναι πιο πετυχημένος σε συνεχόμενες νίκες στην ίδια πίστα, τουλάχιστον ακόμη, μιας και το κοντέρ του Marquez τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Γερμανία, ακόμη γράφει. Τότε όμως, όταν έκανε εκείνη την νίκη στις ΗΠΑ, ήταν ο νεότερος σε ηλικία αναβάτης που ανεβαίνει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου, στην μεγάλη κατηγορία. Επί τριάντα χρόνια το ρεκόρ αυτό το κρατούσε ο Freddie Spencer που κέρδισε το 1982 στα 500 έχοντας γεννηθεί το ’61 και έχοντας ξεκινήσει τους αγώνες στην μεγάλη κατηγορία το 1980.

Το ρεκόρ του νεότερου νικητή το κατέχει ακόμη ο Marquez όμως ο Fabio Quartararo του έκλεψε το ρεκόρ του νεαρότερο pole-man που κατείχε ο Marquez από την ίδια χρονιά, πίσω στο 2013 στις ΗΠΑ. Ο εικοσάχρονος Quartararo, ακόμη κι αν κέρδιζε στον προηγούμενο αγώνα, όπως έφτασε πολύ κοντά να κάνει, δεν θα μπορούσε να κλέψει τον τίτλο του νεαρότερου νικητή στην ιστορία, για ελάχιστες ημέρες. Ο Marquez έχει βέβαια πάρα πολλούς νέους αναβάτες που στο σύντομο μέλλον θα μπορούσαν να του πάρουν αυτή την πρωτιά, δεν αναμένεται να κρατήσει το συγκεκριμένο ρεκόρ τόσο μεγάλο διάστημα, όπως άντεξε του Freddie Spencer.

Στον επόμενο αγώνα, εκείνης της πρώτη του σεζόν στα GP, ο Marquez τερμάτισε δεύτερος πίσω από τον Pedrosa έχοντας ξεκινήσει τρίτος τον αγώνα και στην Γαλλία πήρε άλλη μία pole position, οριακά πιο αργός από τον Lorenzo. Εκείνος ο αγώνας θα ξεκινούσε άσχημα αλλά στο τέλος θα κατάφερνε να ανέβει στο βάθρο την τελευταία στιγμή και έτσι μέσα στους τέσσερις πρώτους αγώνες θα είχε ανέβει τέσσερις φορές στο βάθρο, ισοφαρίζοντας ένα ρεκόρ που λίγοι θυμόντουσαν πως κρατούσε ο Max Biaggi από το 1998! Τότε ήταν άλλο ένα παιδί – θαύμα, η ιστορία έδειξε πως ο Marquez θα γινόταν μεγαλύτερο…Βέβαια στον επόμενο αγώνα στο Mugello έπεσε από την αρχή κόβοντας το σερί αυτό, σε ένα τριήμερο συνεχών πτώσεων, στοιχειώνοντας στο μυαλό του τον ιταλικό αγώνα… Έπρεπε να έρθει η σειρά της έδρας του, στην Καταλονία για να επιστρέψει στο βάθρο, ενώ στην Ολλανδία όλοι πλέον μιλούσαν για τον επόμενο πρωταθλητή, τερμάτισε τρίτος έχοντας σπάσει νωρίτερα δύο δάχτυλα, ένα στο πόδι κι ένα στο χέρι! Στο Sachsenring πήρε την νίκη από την αρχή και από τότε κερδίζει συνεχόμενα ως σήμερα, ενώ αμέσως μετά σταμάτησε τον χρόνο, όταν στην Laguna Seca προσπέρασε τον Rossi με τον ίδιο τρόπο που εκείνος είχε κάνει το 2008 στον Stoner. Από εδώ και πέρα ήταν κατήφορος για εκείνον κι έφτασε στον τελευταίο αγώνα με μία προ-πορεία 13 βαθμών στο πρωτάθλημα. Τερμάτισε τρίτος και πήρε τον τίτλο…

Η πρώτη αυτή σεζόν το 2013, φανερώνει κάτι σπουδαίο, είναι χαρακτηριστική της πορείας του μιας και τίποτα δεν του χαρίστηκε, τίποτα δεν ήρθε τυχαία. Όταν έσπαγε κόκκαλα συνέχιζε να αγωνίζεται πιο σκληρά, όταν έπεφτε μετέτρεπε την πτώση σε γνώση για το όριο, κι απλά πήγαινε αυτό το όριο ένα βήμα πιο πέρα. Ίσως από τους πιο χαρακτηριστικούς αγώνες της σεζόν, να ήταν εκείνος του Brno και όχι της προσπέρασης της Laguna Seca. Κι αυτό γιατί ο Marquez πάλεψε απίστευτα με τον Lorenzo, προσπέρασε τον Rossi και δεν ησύχασε μέχρι και το τέλος του αγώνα από την μάχη με τον Lorenzo. Κέρδιζε τότε τον τέταρτο αγώνα συνεχόμενο, πράγμα που δεν είχε ξανά κάνει κάποιος από το 2008 και τον Valentino Rossi. Αν μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε πείσει κάποιον πως ήταν το επόμενο μεγάλο όνομα, εκείνος ο αγώνας στην Τσεχία θα έστελνε το μήνυμα σε όλους. Στην Αγγλία θα κατέστρεφε τον ώμο του. Κι αυτό γιατί αγωνίστηκε κανονικά, αντί να χάσει τον αγώνα όπως και θα έπρεπε μετά από τραυματισμό που είχε στις δοκιμές. Κι όχι μόνο αγωνίστηκε αλλά πάλεψε με τον Lorenzo ξανά και τελικά βγήκε δεύτερος. Την ζημιά στον ώμο την είχε ήδη κάνει. Από τότε αρκεί ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη για να βγει από την θέση του, όπως είχε γίνει κατά τους πανηγυρισμούς για τον έβδομο τίτλο πέρσι, με φυσικό αυτουργό τον κολλητό του φίλο, εκρηκτικό, Redding.

Παρατηρώντας τις σεζόν από το 2017 και μετά, ο ανταγωνισμός στα GP ανεβαίνει κατακόρυφα μέχρι και πέρσι, με τον Marquez όμως να καταφέρνει πάντοτε να κάνει μεγαλύτερη πρόοδο, μέχρι και φέτος που η σύγκριση με τους υπόλοιπους απλά δεν υφίσταται. Το μοναδικό πρόβλημα του Marquez αυτή την στιγμή, όπως μόνος του σκιαγράφησε και σήμερα σε συνέντευξη που έδωσε στην ισπανική τηλεόραση – δύο ημέρες μετά την ανακήρυξή του σε παγκόσμιο πρωταθλητή και για φέτος, είναι πως έχει δείξει το επίπεδο εξέλιξης. Του χρόνου θα είναι δύσκολο να πραγματοποιήσει ένα αντίστοιχα μεγάλο βήμα με αυτό που έπραξε αυτή την σεζόν, ενώ οι υπόλοιποι έχουν περιθώρια βελτίωσης.

Στη ανασκόπηση της καριέρας του μέσα από τα νούμερα, μπορεί να βρει ο καθένας την αλήθεια που θέλει, άλλωστε η στατιστική για αυτό δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί τους πάντες, όμως κανείς δεν μπορεί να τον χαρακτηρίσει τον καλύτερο αναβάτη, τουλάχιστον όχι ακόμη. Τις προηγούμενες δεκαετίες κέρδιζες πρωτάθλημα ακόμη και με έξι αγώνες, ή έτρεχες και σε διαφορετικές κατηγορίες μαζεύοντας νίκες. Δεν ήταν το ίδιο, τίποτα δεν ήταν το ίδιο για να μπορεί να γίνει μία σύγκριση με τους παλιούς, αυτό είναι κάτι που θα το δεις να συμβαίνει μονάχα σε ελαφριά συζήτηση, κυρίως ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει τους αγώνες πέρα από την γραμμή τερματισμού. Και γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο αν αναλογιστείς πως μπορεί τότε να έτρεχες σε πολλές κατηγορίες και λίγους αγώνες αλλά έκανες και άλλα πράγματα εκτός από το να είσαι αγωνιζόμενος και σίγουρα δεν είχες λύσει στο βιοποριστικό σου πρόβλημα στα 23, 25, 26 έστω και τα τριάντα σου, έχοντας ήσυχο μυαλό και επικεντρώνοντας σε ένα στόχο!

Ο Freddie Spenser πηγαίνει σε track days έχοντας φτάσει κοντά εξήντα και μου το έχει πει, κατάμουτρα με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια, πως αν δεν το κάνει δεν θα μπορέσει και να ζήσει. Αναγκάζεται να δουλεύει και τώρα, παρά την λαμπρή καριέρα, κάτι που ακόμη και ο Lorenzo, έχει λύσει στην ζωή του από τώρα! Για οποιονδήποτε λοιπόν θέλει να μιλήσει για νούμερα, ας κρατηθεί μονάχα από αυτή την λεπτομέρεια. Ας κατανοήσουμε κάτι που δεν το συζητά κανείς και ποτέ, και μονάχα αν μιλήσεις με τους παλιούς θα το καταλάβεις. Με τους ανθρώπους που δεν προετοιμάζονταν για τον αγώνα κάνοντας γιόγκα το πρωί, γυμναστική και κολύμβηση, τρώγοντας μονάχα τα καλύτερα φρούτα και το καθαρότερο κρέας, που ανησυχούσαν για το αν θα έχουν να πληρώσουν το νοίκι, και δούλευαν και ως μηχανικοί ακόμη, ανάμεσα στις σεζόν του παγκοσμίου. Ας κατανοήσουμε αυτή την βασική διαφορά που έχουν τώρα οι πρώτοι των πρώτων (όχι όλοι), πριν πάμε σε δημοφιλείς λεπτομέρειες όπως το πώς ήταν τα ελαστικά τότε, ή τις ταχύτητες με τις οποίες μπαίνουν στις στροφές οι σημερινές μοτοσυκλέτες. Την πληθώρα των αγώνων που έχουν τώρα οι σεζόν, τις λεπτομέρειες των ηλεκτρονικών και όλα αυτά τα τόσο σύνθετα, τόσο δύσκολα που ένα τυχαίο σχόλιο δεν μπορεί εύκολα να συμπεριλάβει. Ναι αλλά τα 500άρια είχαν άλογα θα πει κανείς και τότε ήθελες θάρρος και άλλα τέτοια… μην τα ακούσει αυτά ο Freddie Spenser όμως, που θα σου πει πως και για μπύρες πήγαιναν τότε και πιο χαλαρά ήταν τα πράγματα στο τέλος της ημέρας. Μία σύγχρονη MotoGP με τα πλέον εξελιγμένα ηλεκτρονικά είναι απείρως πιο κουραστική από τα τόσο δύσκολα, τόσο επικίνδυνα πεντακοσάρια. Το λέει ο Spenser αυτό και οφείλουμε να μην πεταχτούμε με ένα «ναι αλλά…» όταν μιλάει. Τα νούμερα λοιπόν δεν θα πουν την αλήθεια, αλλά θα θέσουν το δικό τους όριο. Τόσα πρωταθλήματα για να είσαι νούμερο ένα ή δύο, τόσες pole-postion, τόσες νίκες σε μία σεζόν κτλ... κι ας τρέχαμε κάποτε και με άλογα σκέτα. Δεν έχει σημασία ο τρόπος για μία κατάταξη με βάση τα νούμερα.

Για να μην γίνει δύσκολο μπορείς μονάχα να κοιτάξεις την πρώτη του σεζόν στα MotoGP το 2013, εκεί που ο Marquez πάλεψε όσο κανείς άλλος, βλέπεις πως έχει την στόφα για να γίνει ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών με βάση ΚΑΙ των αριθμών. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα το καταφέρει. ΟΥΤΕ και μπορεί να το πει κανείς αυτή την στιγμή! Είναι πολύ πιθανό, είναι ίσως το πιθανότερο αν θέλετε πως θα φτάσει αυτό τον τίτλο κάποια στιγμή, αλλά και ο Rossi θα έπρεπε να έχει τώρα δέκα τίτλους με βάση την πεποίθηση και τις πιθανότητες, έπαιξε βέβαια και ο Marquez ρόλο σε αυτό. Σκέτοι αριθμοί δεν λένε όλη την αλήθεια, άλλωστε με βάση τους σκέτους αριθμούς ο Rossi είναι πιο μπροστά από τον Marquez. Μπορείς να μετρήσεις του πόντους καριέρας συνολικά για παράδειγμα, και ο Rossi βγαίνει με πάνω από τους διπλάσιους. Τα περισσότερα βάθρα σε μία σεζόν; Τα έχει πάλι ο Rossi, έχει φτάσει τα 16 και έχει και σεζόν με 12 και με 11, ο Marquez έκανε δέκα το 2014 και τώρα είναι ήδη στα εννιά.

Με λίγα λόγια θα πρέπει να περάσουν άλλα δέκα χρόνια από τώρα για να μείνει μονάχα η αλήθεια των αριθμών. Όμως για αυτή αγωνίζεται τώρα ο Marquez. Για αυτό τον λόγο θα συνεχίσει στους επόμενους φετινούς αγώνες να προσπαθεί για την πρώτη θέση στην εκκίνηση και την νίκη. Στόχος του είναι να ανακηρυχθεί ο καλύτερος όλων των εποχών με βάση τους αριθμούς, παλεύοντας με το σήμερα…

 

UPDATE 10/10/2019:

Με ένα πλούσιο Δελτίο Τύπου, η ελληνική αντιπροσωπεία Αφοι Σαρακάκης ΑΕ, παρουσιάζει την καριέρα του πολλάκις παγκόσμιου πρωταθλητή Marc Marquez, συνοπτικά έως σήμερα. Δείτε με επικεφαλίδες ανα χρονικές περιόδους, όσα αναλύσαμε και παραπάνω:
 

Η συναρπαστική καριέρα του Marc Marquez, από την Cervera μέχρι την κατάκτηση του 8ου τίτλου

Τα πρώτα βήματα (1993-2000)

Στις 17 Φεβρουαρίου 1993, ένας μελλοντικός πρωταθλητής γεννήθηκε στη Lleida της Ισπανίας. Ο Marc έχει ζήσει όλη του τη ζωή στην Cervera, μία μικρή πόλη όπου μένει με τους γονείς και τον αδελφό του Alex.

Στην ηλικία των 4 ετών, ο Marc ζήτησε μία μοτοσυκλέτα ως δώρο Χριστουγέννων, και υποστηριζόμενος από βοηθητικές ρόδες βίωσε την πρώτη του εμπειρία σε δύο τροχούς. Μόλις ένα χρόνο αργότερα άρχισε να ασχολείται με το Enduro για παιδιά.

Μέχρι το 2000 συμμετείχε ήδη σε αγώνες Motocross, τερματίζοντας δεύτερος εκείνη τη χρονιά, πριν κατακτήσει το Καταλανικό Πρωτάθλημα τη επόμενη χρονιά.

Από το χώμα στην άσφαλτο (2000-2007)

Το 2002, ο Marc τερμάτισε τρίτος στο Conti Cup έχοντας αρχίσει να επικεντρώνεται σε αγώνες δρόμου. Δύο χρόνια αργότερα δοκίμασε μία Honda 125 GP και αμέσως εντυπωσιάστηκε.

Τη σεζόν του 2005, ο Marquez ένωσε τις δυνάμεις του με τον Emilio Alzamora, Παγκόσμιο Πρωταθλητή 1999 στην κατηγορία 125κ.εκ. με Honda, κερδίζοντας το Καταλανικό Πρωτάθλημα 125cc όπως και το Catalan Supermotard Championship 85cc.

Το 2006 έτρεξε τους πρώτους αγώνες του στο Πρωτάθλημα της Ισπανίας CEV και παρόλο που δεν κατάφερε να πάρει τον τίτλο, οι επιδόσεις του ήταν εντυπωσιακές, ενώ για το 2008 κέρδισε μία πλήρη συμμετοχή στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα των 125κ.εκ.

Ντεμπούτο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (2008)

Ο Marc έκανε το ντεμπούτο του με την Repsol KTM Team το 2008 και στον έκτο μόλις αγώνα του, το Βρετανικό Grand Prix, πέτυχε το πρώτο ορόσημο της καριέρας του στους αγώνες μοτοσυκλετών, τερματίζοντας 3ος και έγινε ο νεότερος αναβάτης που είχε ανέβει ποτέ σε βάθρο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος.

Το 2009, παρέμεινε στην ίδια ομάδα της Repsol με τον αρ. 93 προς τιμήν της χρονολογίας γέννησής του, και κατάφερε να εντυπωσιάσει τους πάντες με το ταλέντο του. Τερματίζοντας στη πρώτη πεντάδα σε όλους σχεδόν τους αγώνες, ο Marquez είχε προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον όλων για την επόμενη χρονιά.

Η πρώτη νίκη σε GP και ο πρώτος Τίτλος Παγκοσμίου Πρωταθλήματος (2010)

Το 2010 ο Marquez προσχώρησε στη ομάδα της Ajo Motorsport οδηγώντας μία Derbi, και ήδη πριν ξεκινήσει η σεζόν είχε σημειώσει ρεκόρ, έχοντας προσαρμοστεί άριστα τόσο με τη νέα μοτοσυκλέτα όσο και με τη νέα ομάδα. Από εκεί και μετά, συνέχισε δυνατά και πήρε την πρώτη νίκη της καριέρας του στο Mugello, ενώ ακολούθησαν αρκετές ακόμα νίκες. Έχοντας διατηρήσει το βαθμολογικό προβάδισμα έναντι του διεκδικητή του τίτλου Nico Terol, ο Marquez ξεκίνησε τον τελευταίο γύρο ως φαβορί του πρωταθλήματος και κατάφερε να πάρει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2010 στα 125κ.εκ., σε ηλικία 17 ετών με 10 νίκες και 12 poles.

2ος στο Moto2 την πρώτη του χρονιά (2011)

Ο Marquez μετακινήθηκε στη νέα κατηγορία Moto2 για το 2011 έχοντας κατακτήσει τον τίτλο στα 125κ.εκ. με μία επίλεκτη ομάδα από τεχνικούς και μηχανικούς με εμπειρία σε πρωταθλήματα Moto2 και MotoGP. Μετά από ένα περιπετειώδες ξεκίνημα, ο Marquez ανέκαμψε και ρίχτηκε στη μάχη για την κατάκτηση του τίτλου. Ενώ απέμεναν μόλις μερικοί γύροι, είχε καλύψει τη διαφορά των 82 βαθμών από τον πρώτο του πρωταθλήματος Stefan Bradl, αλλά μία πτώση στην 1η ελεύθερη δοκιμή για τον αγώνα της Μαλαισίας τον άφησε εκτός αγωνιστικής πίστας στα δύο τελευταία GP, αναγκάζοντάς τον να παραιτηθεί από τις ελπίδες για πρωτιά. Οι επτά νίκες, τρεις δεύτερες θέσεις και μία τρίτη θέση χάρισαν στον Marc τον τίτλο του Rookie of the Year και τη δεύτερη θέση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Moto2.

Παγκόσμιος Πρωταθλητής Moto2 (2012)

Μετά από μία δύσκολη περίοδο ανάρρωσης εκτός αγωνιστικής περιόδου λόγω τραυματισμών, ο Marquez κατάφερε να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να κερδίσει στον πρώτο γύρο της σεζόν. Η καλή του φόρμα συνεχίστηκε και πήρε οκτώ νίκες (σε Κατάρ, Πορτογαλία, Ολλανδία, Γερμανία, Ινδιανάπολη, Τσεχία, Σαν Μαρίνο και Ιαπωνία), δύο δεύτερες θέσεις (Καταλονία και Μ. Βρετανία) και δύο τρίτες θέσεις (Χερέθ και Αραγονία) φιλοδοξώντας να πάρει το πρωτάθλημα. Το προβάδισμα που απέκτησε σε όλη τη διάρκεια της σεζόν του επέτρεψε να διασφαλίσει τον τίτλο στην Αυστραλία, όπου στέφθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής Moto2 για το 2012.

Παγκόσμιος Πρωταθλητής MotoGP (2013)

Υπήρχαν τεράστιες προσδοκίες για τον Marquez τη πρώτη του σεζόν στο MotoGP και γρήγορα απέδειξε ότι μπορούσε να αναμετρηθεί με την ελίτ της κατηγορίας. Ο νεαρός Ισπανός κέρδισε το πρώτο του βάθρο στον πρώτο αγώνα. Στο Austin στις 21 Απριλίου 2013, πέτυχε την πρώτη του pole position και κατέγραψε την πρώτη νίκη σε MotoGP μόλις στον δεύτερο αγώνα του και έγινε ο νεότερος αναβάτης όλων των εποχών που κέρδισε σε GP της μεγάλης κατηγορίας, σε ηλικία 20 ετών και 63 ημερών, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Freddie Spencer (20 ετών και 196 ημερών).

Ο Marquez συνέχισε να εντυπωσιάζει με τις pole positions και συνεχείς αναμετρήσεις για μία θέση στο βάθρο, έχοντας συχνά απέναντί του τον teammate του Dani Pedrosa και τον Jorge Lorenzo. Στη Γερμανία, κυριάρχησε στον αγώνα και ανέκτησε το προβάδισμά του στο Πρωτάθλημα, συνεχίζοντας το σερί επιτυχιών, κερδίζοντας στη Laguna Seca—και έγινε ο πρώτος rookie που πήρε νίκη εκεί στη μεγάλη κατηγορία μοτοσυκλετών και ο νεότερος αναβάτης που πέτυχε back-to-back αγωνιστικές νίκες στη μεγάλη κατηγορία, σε ηλικία 20 ετών και 154 ημερών, καταρρίπτοντας ένα ακόμα ρεκόρ του Freddie Spencer (21 ετών και 104 ημερών – GP Ν. Αφρικής και Γαλλίας – 1983). Κέρδισε και πάλι στην Ινδιανάπολη, και έγινε ο πρώτος premier-class rookie με τρεις συνεχόμενες νίκες από την εποχή του Kenny Roberts το 1978 (Αυστρία, Γαλλία και Mugello).

O Marc κατέκτησε την τέταρτη συνεχόμενη νίκη του στο Brno, και έγινε ο πρώτος αναβάτης από τότε που ο Valentino Rossi το 2008 είχε καταγράψει πάνω από τέσσερις συνεχόμενες νίκες στη μεγάλη κατηγορία GP. Όλα ξεκαθάρισαν στον τελευταίο αγώνα της χρονιάς με τον Jorge Lorenzo και Marc Marquez να τους χωρίζουν μόλις 13 βαθμοί καθώς παρατάχθηκαν στη σχάρα εκκίνησης την Κυριακή. Οδηγώντας ένα ώριμο αγώνα ώστε να τερματίσει 3ος, ο Marquez διασφάλισε την πρώτη του νίκη στο πρώτο του Παγκόσμιο Πρωτάθλημα MotoGP στην ‘παρθενική’ του σεζόν και σηματοδότησε το ξεκίνημα μιας νέας εποχής.

Συνεχόμενοι Τίτλοι στο MotoGP (2014)

Ο Marc έσπασε το πόδι του κατά τη διάρκεια προπόνησης μετά την πρώτη του δοκιμή στο Sepang το 2014 με αποτέλεσμα να μείνει εκτός της δεύτερης δοκιμής στο Sepang, χάνοντας ακόμα και τη δοκιμή στο Phillip Island. Έφτασε στο Κατάρ για τον πρώτο γύρο έχοντας ανακάμψει πλήρως μόλις τρεις ημέρες νωρίτερα, αλλά πήρε pole position στις χρονομετρημένες δοκιμές και κέρδισε μετά από μία επική μάχη με το Rossi. Στο Austin, ο νεαρός Ισπανός ήρθε πρώτος σε όλα τα session και κέρδισε στον αγώνα. Στην Αργεντινή, επικράτησε σε όλα τα session, πλην της πρώτης ελεύθερης δοκιμής και κέρδισε για μία ακόμα φορά στον αγώνα. Με τρεις συνεχείς νίκες, ο Marc είχε πάρει φόρα. Συνέχισε τις σαρωτικές εμφανίσεις του μέχρι τη μέση της σεζόν, κερδίζοντας στη Γερμανία και στη συνέχεια έκανε το 10 στα 10 με τη νίκη του στην Ινδιανάπολη μετά την καλοκαιρινή διακοπή. Ωστόσο, δεν πέτυχε το 11 στα 11 και στο Brno, ο teammate του Dani πήρε τη νίκη με τον Marc να τερματίζει τέταρτος.

Φτάνοντας στην Ιαπωνία με προβάδισμα 75 βαθμών, θα μπορούσε να διασφαλίσει τον τίτλο εάν τερμάτιζε μπροστά από τον Pedrosa και έχασε με διαφορά μέχρι τριών βαθμών από το Rossi και 15 από τον Lorenzo. Η 2η θέση στο Motegi και οι 20 βαθμοί που του απέφερε, του χάρισαν το δεύτερο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο MotoGP, ενώ έγινε ο πρώτος αναβάτης της Honda που εξασφάλιζε έναν παγκόσμιο τίτλο —ανεξαρτήτως κατηγορίας —στο σιρκουί του Motegi. Επίσης έγινε ο νεότερος αναβάτης όλων των εποχών που κατακτούσε δύο συνεχόμενα Παγκόσμια Πρωταθλήματα στη μεγάλη κατηγορία σε ηλικία 21 ετών και 237 ημερών, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Mike Hailwood, ο οποίος ήταν 23 ετών και 152 ημερών όταν απέσπασε τον δεύτερο συνεχόμενο τίτλο του στα 500κ.εκ. το 1963.

Μία χρονιά προκλήσεων (2015)

Το 2015 ήταν η τρίτη χρονιά του Marc στο MotoGP, και αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη από τις προηγούμενες. Μετά τους πρώτους αγώνες που δεν πήγαν όπως περίμενε, ο Marquez σημείωσε μία θεαματική επίδοση στο ισπανικό GP μειώνοντας τη βαθμολογική διαφορά του με μία επάξια κερδισμένη δεύτερη θέση, αλλά η έλλειψη σταθερότητας τους επόμενους γύρους τον επιφόρτισε με πολλή δουλειά.

Ο Marc επισφράγισε ένα τέλειο σαββατοκύριακο στη Γερμανία, σημειώνοντας νέο ρεκόρ καθοδόν για τη νίκη, μετά το ρεκόρ pole-position και κέρδισε για μία ακόμα φορά στην Ινδιανάπολη. Με αυτές τις δύο συνεχόμενες νίκες κατάφερε να μειώσει τη διαφορά του στους 56 βαθμούς πίσω από το Rossi. Οι εγκαταλείψεις του σε Σίλβερστοουν και Αραγονία διέλυσαν τις ελπίδες του για τον τίτλο και από εκεί και μετά ο Marquez εστίασε την προσοχή του στο να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερες νίκες το υπόλοιπο της χρονιάς. Ολοκλήρωσε τη σεζόν του 2015 με μία δεύτερη θέση στο GP της Βαλένθια και βρέθηκε στην τρίτη θέση γενικής κατάταξης, αλλά έχοντας αποκομίσει πολλά πολύτιμα μαθήματα.

#GiveMe5 (2016) – 5ος Τίτλος

Ο Marquez ξεκίνησε την προσπάθειά του στην τέταρτη χρονιά του στο MotoGP με διαφορετική νοοτροπία: το μυστικό ήταν η σταθερότητα. Η σεζόν ξεκίνησε καλά με ένα βάθρο και δύο νίκες – συμπερ. του Austin, που γρήγορα έγινε μία από τις αγαπημένες πίστες του Marquez. Ακολούθησαν και άλλοι τερματισμοί στο βάθρο καθώς το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα επέστρεψε στην Ευρώπη, με τον αναβάτη της Repsol Honda Team να μάχεται σταθερά για το βάθρο εκτός από μια ατυχία στο Le Mans. Η νέα φιλοσοφία του Marc έγινε απόλυτα σαφής στο Assen όπου διασφάλισε τη δεύτερη θέση σε συνθήκες δυνατής βροχής πίσω από τον αναβάτη της Honda, Jack Miller. Το καλοκαίρι ήρθε και με αυτό ένα ισχυρό προβάδισμα 48 βαθμών στο πρωτάθλημα έναντι του Lorenzo.

Χάρη στη σταθερότητα που επέδειξε το πρώτο μισό της σεζόν, ο Marquez κατάφερε να αυξήσει το βαθμολογικό το πλεονέκτημα έναντι των δύο αναβατών της Yamaha, Rossi και Lorenzo. Η πιθανότητα να διασφαλίσει έναν πέμπτο τίτλο στην εντός έδρας πίστα της Honda στο Motegi ήταν μικρή, αλλά μία ανυπέρβλητη εμφάνιση και λάθη από τους δύο αντιπάλους του οδήγησαν στην πανηγυρική κατάκτηση του τρίτου Παγκόσμιου Τίτλου του MotoGP από τον 23χρονο, μπροστά στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Honda Takahiro Hachigo - ο οποίος τον συνόδευσε στο βάθρο, το Γενικό Διευθυντή της Honda κ. Shinji Aoyama και τον πρόεδρο της HRC κ.Yoshishige Nomura. Σε ηλικία 23 ετών και 242 ημερών έγινε ο νεότερος αναβάτης όλων των εποχών με τρεις τίτλους του παγκοσμίου πρωταθλήματος στη μεγάλη κατηγορία, παίρνοντας το ρεκόρ από τον Mike Hailwood, ο οποίος ήταν 24 ετών και 108 ημερών όταν κέρδισε τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο του στα 500κ.εκ. το 1964..

The #Big6 (2017) – 6ος Τίτλος

Η σεζόν του MotoGP για το 2107 δεν ξεκίνησε αίσια για τον Marc Marquez για την υπεράσπιση του τίτλου του, καθώς στους δύο πρώτους αγώνες τερμάτισε εκτός βάθρου – κάτι που είχε να συμβεί από το 2011. Ωστόσο η νίκη στο Austin, η πέμπτη του συνεχόμενη σε αυτή την πίστα, άρχισε να ανατρέπει τα δεδομένα και ο Marquez κέρδισε έδαφος έναντι του Maverick Viñales πριν από μία άτυχη πτώση στο Le Mans και μάχες in Mugello. Σε ένα πρωτάθλημα με μικρές βαθμολογικές διαφορές, το κάθε σαββατοκύριακο ήταν απρόβλεπτο και  Marc έπρεπε να περιμένει μέχρι το Sachsenring για να κατακτήσει τη δεύτερη νίκη της χρονιάς.

Η δράση επέστρεψε στο Brno και ο Marquez αντιμετώπισε με υποδειγματική μαεστρία τις αλλεπάλληλες σημαίες που βγήκαν στη πίστα, αυξάνοντας τη διαφορά του στην κορυφή της κατάταξης από τον Viñales στους 14 βαθμούς. Οι επόμενοι γύροι έβαλαν τον Andrea Dovizioso στο παιχνίδι του τίτλου, με τους δύο αναβάτες να οδεύουν προς τους τρεις Ασιατικούς αγώνες με όλα τα ενδεχόμενα στο πρωτάθλημα ανοιχτά. Σε ένα επικό Ιαπωνικό GP υπό δυνατή βροχόπτωση, ο Marquez κατέκτησε το 100ό βάθρο της καριέρας του και έφτασε στον τελευταίο γύρο της χρονιάς στη Βαλένθια στην κορυφή της κατάταξης με προβάδισμα 21 βαθμών. Μία τρίτη θέση ήταν το μόνο που χρειαζόταν για να περάσει τον Mike Hailwood (25 ετών και 107 ημερών) ως ο νεαρότερος αναβάτης με τέσσερα Παγκόσμια Πρωταθλήματα premier class στο παλμαρέ του – κάτι που πέτυχε στη Βαλένθια, στον τελευταίο αγώνα της χρονιάς.

Reaching #Level7 (2018) – 7ος Τίτλος

Μετά από ένα κάθε άλλο παρά ιδανικό ξεκίνημα της υπεράσπισης του τίτλου του το 2018, στη συνέχεια ο Marc Marquez απέδειξε ότι ήταν αναμφίβολα νικητής το 2018 με τρεις συνεχόμενες νίκες σε Austin, Jerez και Le Mans. Αυτό το εντυπωσιακό σερί νικών σύντομα ακολούθησαν πέντε συνεχόμενοι τερματισμοί στο βάθρο, μεταξύ των οποίων και τέσσερις πρώτες θέσεις.

Μετά τη νίκη του στον πρώτο αγώνα στην ιστορία του MotoGP στην Ταϊλάνδη, ο Marquez απέκτησε μία άνετη διαφορά 77 βαθμών από τον Andrea Dovizioso που βρισκόταν στη δεύτερη θέση. Και πάλι, ο Marquez είχε την ευκαιρία να κατακτήσει τον πέμπτο τίτλο του στο MotoGP μέσα σε έξι χρόνια, στον εντός έδρας αγώνα της Honda στο Twin Ring Motegi (όπου είχε επίσης διασφαλίσει τον δεύτερο και τρίτο τίτλο του στη μεγάλη κατηγορία, το 2014 και το 2016 αντίστοιχα). Παρά το ότι ξεκίνησε έκτος στη σχάρα εκκίνησης στο Twin Ring Motegi, ο Marquez κατέκτησε μία λαμπρή νίκη, την όγδοη της σεζόν, τον έβδομο παγκόσμιο τίτλο της καριέρας του και το πέμπτο του Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο MotoGP μέσα σε έξι χρόνια, γράφοντας ένα ακόμα κεφάλαιο στη ιστορία του σπορ.

The #8ball (2019) – 8ος Τίτλος

Η σεζόν του 2019 στο MotoGP ξεκίνησε σχεδόν ιδανικά με μία δεύτερη θέση και μία νίκη από τους πρώτους δύο αγώνες, αλλά η ατυχία χτύπησε στο Austin, το αγαπημένο Circuit of the Americas του Marquez, που δεν κατάφερε να τερματίσει κάτι που έπληξε το ρεκόρ επιτυχιών του αναβάτη. Στη συνέχεια, ο Marquez τερμάτιζε σταθερά στα δύο πρώτα σκαλιά του βάθρου, στην 1η ή 2η θέση στους επόμενους 12 αγώνες. Όλων τα βλέμματα ήταν στραμμένα στον αναβάτη που υπερασπιζόταν τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή όταν έφτασε στο Sachsenring όπου, ξεπερνώντας το ρεκόρ του Austin, πήρε τη δέκατη συνεχόμενη pole και νίκη στην πίστα.

Η απίστευτη σταθερότητα του Marquez το 2019 τον βοήθησε να τερματίσει στους πρώτους 14 γύρους με εκπληκτική συγκομιδή 300 βαθμών  – περισσότερους από όσους είχε συλλέξει το 2016 και 2017 καθοδόν για τον τίτλο . Ο 15ος από τους 19 γύρους, στο Grand Prix της Ταϊλάνδης έβαλε τον Marquez ξανά στο παιχνίδι του τίτλου. Για μία ακόμα φορά, ο Andrea Dovizioso ήταν ο αντίπαλος του Marquez στη διεκδίκηση ενός έκτου τίτλου της premier class με τον αναβάτη της Repsol Honda Team να χρειάζεται μόλις δύο βαθμούς για να βγάλει τον Ιταλό εκτός μάχης. Με τον Dovizioso στη τέταρτη θέση, ξέσπασε μία θρυλική μάχη μεταξύ Marquez και Fabio Quartararo – και ο Marquez πήρε μία συναρπαστική νίκη στην τελευταία στροφή του τελευταίου γύρου. Μετά από εννέα εντυπωσιακές αγωνιστικές νίκες το 2019, ο Marc Marquez πήρε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 2019 στο MotoGP – ο όγδοος παγκόσμιος τίτλος του και ο έκτος στη μεγάλη κατηγορία.  Αυτό σημαίνει ότι έγινε ο νεότερος αναβάτης με έξι Παγκόσμια Πρωταθλήματα στην premier class και ο νεότερος με οκτώ Παγκόσμια Πρωταθλήματα ανεξαρτήτως κατηγορίας.

 

Ετικέτες

Husqvarna 500 GP

Η σουηδική έκπληξη
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

17/8/2017

Σε μια εποχή που οι βρετανικές τετράχρονες αγωνιστικές GP έπνεαν τα λοίσθια, όταν το πρώτο κύμα ιαπωνικών δίχρονων ετοιμαζόταν να κατακλύσει τις πίστες των GP, μια μοτοσυκλέτα την οποία έφτιαξε, οδήγησε και συντήρησε ένας άνθρωπος μόνος του, κατάφερε, με την υποστήριξη μιας εταιρείας άσχετης με τους αγώνες ταχύτητας, να αφήσει το στίγμα της στην Ιστορία. Ήταν ένα δικύλινδρο δίχρονο Husqvarna 500, και ο “πατέρας” της επιτυχίας του λεγόταν Granath, Bo Granath

Αν γινόταν ένας διαγωνισμός με την ερώτηση “Ποιος κατασκευαστής ήταν ο πρώτος που αγωνίστηκε με δίχρονη μοτοσυκλέτα για μια ολόκληρη περίοδο στα GP 500;”, ελάχιστοι θα αναγνώριζαν τη Husqvarna. Η μικρή της περιπέτεια στους αγώνες ταχύτητας τη δεκαετία του ’70 δείχνει σήμερα τόσο απίθανη όσο και τότε, διότι στο δεύτερο μισό ενός αιώνα κατασκευής μοτοσυκλετών –που εορτάστηκε το 2003 με τον τίτλο του Eddy Seel στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Supermoto, αν και με λιγότερες τυμπανοκρουσίες από τη συνομήλικη Harley-Davidson– οι Σουηδοί είχαν αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο χώμα, κερδίζοντας 16 παγκόσμια πρωταθλήματα ΜΧ και άλλα 26 στο Enduro.

Όμως, εκτός των μυθικών 350/500 δικύλινδρων V 50 μοιρών αγωνιστικών GP με τα οποία έτρεξαν τη δεκαετία του ’30 οι Βρετανοί Stanley Woods και Ernie Nott, η Husqvarna δεν είχε καμία άλλη ασφάλτινη παράδοση. Αυτά, μέχρι την ανέλπιστη επιτυχία του Bo Granath, ο οποίος τερμάτισε στην εκπληκτική πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης των GP 500 το 1972, με ένα δίχρονο δικύλινδρο που εξελίχθηκε με τη βοήθεια της Husqvarna, επιτρέποντάς της να διεκδικήσει την τέταρτη θέση στην κατάταξη των Κατασκευαστών – ψηλότερα από τη Suzuki!

Ένα motocross στα Grand Prix

Συνεχίζοντας να αγωνίζεται στα 63 του χρόνια με ένα Husaberg Supermono κι ένα GSX-R 600, ο γεννημένος στη Στοκχόλμη Bo απολαμβάνει μια συνεχή αγωνιστική δραστηριότητα τεσσάρων δεκαετιών που ξεκίνησε το 1961. Την ίδια εποχή που έτρεχε στο σουηδικό πρωτάθλημα, αλλά και σε σποραδικούς αγώνες GP με τα αγαπημένα του βρετανικά μονοκύλινδρα, ο Βο ξεκινούσε μια επιχείρηση που σήμερα ανθεί, εισάγοντας στις σκανδιναβικές χώρες αγωνιστικά εξαρτήματα και τα λάδια Motul. Το 1963 έτρεξε  για πρώτη για πρώτη φορά στο Isle of Man TT, ενώ μέχρι το 1967 ήταν ένας πλήρους απασχόλησης αναβάτης αγώνων, αναγνωρισμένος ως ένας από τους καλύτερους ιδιώτες στα GP – αλλά πλέον έψαχνε για τη μοτοσυκλέτα που θα του επέτρεπε να ξεπεράσει τις ορδές των μονοκύλινδρων στις κατηγορίες των 350 και 500cc.

Η Husqvarna είχε χτίσει ένα αξεπέραστο ρεκόρ στους χωμάτινους αγώνες τη δεκαετία του ’60, με τους Rolf Tibblin, Bill Nilsson και Torsten Hallman να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ΜΧ από το 1959. Ωστόσο, ο αρχιμηχανικός της ομάδας, Ruben Helmin, ήταν οπαδός της ταχύτητας κι αυτό εξηγεί πώς ένα μονοκύλινδρο δίχρονο 250cc εξελίχθηκε ολοκληρωτικά από εξαρτήματα ΜΧ του εργοστασίου, ακόμη και το πλαίσιο, και αγωνίστηκε επιτυχώς το 1966 με τον Kent Anderson, μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή GP125. Ήταν ο Bo Granath που το πρωτοέτρεξε στα 350, τη χρονιά που πήρε τίτλο σε τρεις κατηγορίες στο σουηδικό πρωτάθλημα: στα 500 με το δικό του Matchless G50, στα 125 με ένα πρώην εργοστασιακό ΜΖ και στα 350 με το μονοκύλινδρο Husqvarna!

“Σκεφτόμουν ότι ένα δικύλινδρο 500, με δύο κυλίνδρους 250cc των ΜΧ της Husqvarna, θα ήταν ό,τι πρέπει για να κερδίσεις τα αγγλικά μονοκύλινδρα”, λέει ο Βο. “Ζήτησα από το εργοστάσιο να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα, είχαν ήδη ένα πρωτότυπο που φτιάχτηκε χρησιμοποιώντας το πλαίσιο ενός Norton Manx, αλλά μου απάντησαν ότι επρόκειτο για ένα πειραματικό μοτέρ και δεν ήταν καλή ιδέα. Πάντως, έφτιαξαν μερικά σχέδια, και μέχρι το 1968 το μοτέρ είχε φτιαχτεί με μικρό κόστος. Οι δύο κύλινδροι προέρχονταν από αγωνιστικά ΜΧ 250 και τα μόνα εξαρτήματα που έπρεπε να σχεδιαστούν από λευκό χαρτί ήταν τα κάρτερ, το μεσαίο κομμάτι του στροφάλου και ο πρωτεύων άξονας του κιβωτίου”.

Ο ίδιος ο Granath ανέλαβε να τροποποιήσει ένα πλαίσιο από ΜΧ 250 και, όταν το έκανε, συμπλήρωσε τη μοτοσυκλέτα με πιρούνι Ceriani, τροχούς και φρένα Fontana. Έτρεξε με αυτό στους δύο τελευταίους αγώνες του σουηδικού πρωταθλήματος, χάνοντας τη νίκη στο Linkoping για ένα μέτρο και τον τίτλο του για ένα βαθμό – έχοντας τρέξει ολόκληρο τον αγώνα χωρίς συμπλέκτη και με βίαιους κραδασμούς από το δικύλινδρο μοτέρ…

Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ

Καπνός στην Ισπανία

Αυτή η μοτοσυκλέτα άφηνε πολλές υποσχέσεις, καθώς ζύγιζε μόλις 120 κιλά, πολύ λιγότερο από τον τετράχρονο ανταγωνισμό. Έτσι ο Βο έφτιαξε μια δεύτερη 350cc και, με τον εαυτό του ως μηχανικό και αναβάτη ταυτόχρονα, ξεκίνησε την αγωνιστική περίοδο του 1969.

“Ειδικά το 500 ήταν πολύ γρήγορο, στους περισσότερους αγώνες βρισκόμουν μπροστά πριν εγκαταλείψω για οποιονδήποτε λόγο”, θυμάται. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη δίχρονη αγωνιστική μοτοσυκλέτα των GP 500, πριν την έλευση της δίχρονης επανάστασης που θα ακολουθούσε, αλλά η Ιστορία δεν άφησε το όνομα του Βο να γραφτεί στα βιβλία της. Στον εναρκτήριο αγώνα της χρονιάς, ο Βο κρατούσε την τρίτη θέση όταν από τους κραδασμούς διαλύθηκε η ανάφλεξη. Τελικά τρίτος τερμάτισε ο Ginger Molloy που τον ακολουθούσε με ένα μονοκύλινδρο Bultaco, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο σε βάθρο GP με δίχρονη μοτοσυκλέτα.

“Είχαν ραγίσει τα κάρτερ στα δοκιμαστικά, οπότε τηλεφώνησα στη Σουηδία να μου στείλουν ένα νέο κινητήρα και καπνό. Η γραμμή όμως ήταν χάλια και έτσι άκουσαν μόνο τον καπνό, και αυτό ήταν το μόνο που έλαβα. Όταν γύρισα στη Σουηδία, όλοι έλεγαν για το τηλεφώνημα του Βο που ζητούσε να του στείλουμε καπνό στην Ισπανία!”

Εκείνη τη χρονιά η μοτοσυκλέτα της Husqvarna εγκατέλειψε σε 17 από τους 23 αγώνες, αλλά ο Βο κατάφερε να πάρει τη νίκη στον τελευταίο αγώνα. “Όλη η χρονιά ήταν μια κόλαση, σε κάθε αγώνα έπρεπε να ανοίξω τον κινητήρα μόνος μου και να φτιάξω το κιβώτιο, κάθε φορά άλλαζα δίσκους συμπλέκτη. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά είχα και πολλά άλλα. Τελικά αποφάσισα να παρατήσω το 350 και να επικεντρωθώ στο 500”.

Στο μεταξύ, η Kawasaki παρουσίαζε το H1R, ξεκινώντας το κύμα των δίχρονων GP που ο Βο είχε προβλέψει…

Τρέμε Agostini!

Την επόμενη χρονιά η Husqvarna παρουσίασε μια νέα γκάμα αγωνιστικών ΜΧ, με νέους κινητήρες. Ο Ruben Helmin δεν έχασε την ευκαιρία και έφτιαξε έναν νέο δικύλινδρο, σχεδιασμένο εξαρχής για τον Βο. Μάλιστα, οι Σουηδοί έστειλαν έναν κινητήρα στην Αγγλία και τη Seeley για να τους φτιάξουν εκεί ένα πλαίσιο, το οποίο ήταν έτοιμο λίγο πριν τον αγώνα στο Assen το 1971. “Ήταν απίστευτο! Έστριβε απίθανα, έξυνα συνεχώς τις εξατμίσεις, αλλά η μοτοσυκλέτα μου ήταν βιδωμένη στην άσφαλτο. Μόνο ο κινητήρας ήθελε λίγη δουλειά, δεν έβγαζε όση δύναμη θα ήθελα, αλλά ήξερα ότι αυτή ήταν η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν για τρία χρόνια!”

Ο αερόψυκτος δικύλινδρος σε σειρά κινητήρας δεν είχε προβλήματα αξιοπιστίας, ειδικά μετά από κάμποση δουλειά που έκανε μόνος του ο Granath. Οι αποδείξεις άρχισαν να έρχονται: όγδοη θέση στο σουηδικό GP του ’71, έκτη στο Ulster, δέκατη στη Monza.

Η επόμενη χρονιά ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Η περίοδος του 1972 έφερε το πρώτο βάθρο για τον Granath, αυτό που ονειρευόταν για πολλά χρόνια. Μετά από έναν σκληρό αγώνα 45 γύρων στο αυστριακό GP του Saltzburgring τερμάτισε τρίτος, μπροστά από τις ορδές τρικύλινδρων δίχρονων Kawasaki και ο Βο βρισκόταν δεύτερος στη βαθμολογία πίσω από τον Agostini και την MV Agusta του. Στο σουηδικό GP του 1972 ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου, επιτυχία που ακούστηκε πολύ στη χώρα του και έκανε τους ανθρώπους της Husqvarna ιδιαίτερα περήφανους, ειδικά διότι τότε υπήρχε μια άλλη σουηδική εταιρεία, η Crescent, την οποία κέρδισε κατά κράτος! Ο Βο κυνηγούσε μέχρι τέλους την τρίτη θέση του πρωταθλήματος, αλλά μια σπασμένη κλείδα στον αγώνα των 350 στο Montjuich τού στέρησε την ευκαιρία να τη διεκδικήσει. Τελικά κατετάγη πέμπτος εκείνη τη χρονιά, αλλά το κατόρθωμά του ήταν τεράστιο, καθώς όλη τη χρονιά αγωνιζόταν ταυτόχρονα και με ένα Yamaha στα 350 (“αυτό ήθελε μόνο τη συνηθισμένη συντήρηση και αναλώσιμα, δεν χαλούσε όπως το Husqvarna που ήθελε ολόκληρο λύσιμο σε κάθε αγώνα…”), ήταν ο ίδιος μηχανικός του εαυτού του και στις δύο κατηγορίες και έκανε και τη στρατιωτική του θητεία! Απίστευτο;

Τα επόμενα χρόνια, η Husqvarna πειραματίστηκε με βαλβίδες reed, αλλά τα πολλά μηχανικά προβλήματα δεν επέτρεψαν στον Βο να έχει επιτυχίες. Ο ίδιος μάλιστα τροποποίησε το μοτέρ του κάνοντάς το υγρόψυκτο και προσπάθησε να πείσει τη Husqvarna πώς αυτός ήταν ο δρόμος του μέλλοντος, αλλά δεν τον άκουσαν. Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ… Στο μεταξύ, ο Granath συνέχισε να αγωνίζεται στα σκανδιναβικά πρωταθλήματα, κατατροπώνοντας μοτοσυκλέτες όπως οι Kawasaki KR500, Suzuki RG500 και Yamaha TZ750 με δικές του εκδόσεις του δικύλινδρου δίχρονου κινητήρα σε διάφορους κυβισμούς και παίρνοντας όλους τους τίτλους στις κατηγορίες 250, 350 και 750cc το 1976, πριν σταματήσει να ασχολείται με τους αγώνες επαγγελματικά.

Δίχρονη καταιγίδα

Το αγωνιστικό Husky 500 του Βο έμεινε στο γκαράζ του όπως ακριβώς ήταν όταν τερμάτισε τον τελευταίο αγώνα το 1976. Ο ίδιος το ξανάβγαλε έξω το 1997 για μια επετειακή εκδήλωση στο Sachsenring και, πρόσφατα, για το TT Centennial Classic στο Assen – όπου είχα την ευκαιρία, μετά από πρόσκληση του Βο, να οδηγήσω αυτήν την μοναδική μοτοσυκλέτα.

Συγκριτικά με τα δίχρονα Suzuki και Kawasaki, το Husky δείχνει χαμηλότερο, ελαφρύτερο και πιο ευέλικτο, χάρη στο πλαίσιο της Seeley θυμίζει αρκετά τη θέση οδήγησης των Matchless G50. Ο κινητήρας, με διαστάσεις 69,5 x 64,5 που μας κάνουν 489cc, φορούσε στρόφαλο 180 μοιρών για να απόσβεση των κραδασμών. Όπως είχε τρέξει το 1976, οι αερόψυκτες κεφαλές πατούσαν πάνω στους δικούς του υγρόψυκτους κυλίνδρους, ενώ η τροφοδοσία είχε ανατεθεί σε ένα ζευγάρι Mikuni 34mm από Yamaha TZ350. Σε αυτή τη μορφή ο Βο λέει ότι αποδίδει 65 ίππους στις 8.500 στροφές, εξαιρετική απόδοση για μια μοτοσυκλέτα 117 κιλών (με υγρά, χωρίς βενζίνη), συγκρίσιμη με τους 82 ίππους των τρικύλινδρων Kawasaki που ζύγιζαν 135 κιλά.

Αυτό αποδείχθηκε στην πίστα, όπου το Husky τραβούσε καθαρά και δυνατά από τις 4.000 στις σφιχτές στροφές Karlsloga και δεν υπήρχε κανένας λόγος να χρησιμοποιήσω την πολύ κοντή πρώτη. Αλλά από τις 6.500 και πάνω στο στροφόμετρο της Krober η δύναμη έρχεται καταιγιστικά, μέχρι τις 9.500 που αρχίζει η πτώση – αν και μπορείς να το παρακάνεις λιγάκι μέχρι λίγο πάνω από τις 10.000, γλυτώνοντας μια-δυο αλλαγές. Το αγωνιστικό κιβώτιο επιτρέπει ακριβέστατες “καρφωτές” αλλαγές και οι πέντε τελευταίες σχέσεις είναι σωστά κλιμακωμένες ώστε να σου επιτρέπουν να είσαι συνεχώς μέσα στην καλή περιοχή του κινητήρα, ανεβάζοντας σχέση από τις 9.000 και πάνω. Σπάνια θα χρειαστεί να πατινάρεις με τον συμπλέκτη στην έξοδο της στροφής, δείγμα της ελαστικότητας του μοτέρ με καταβολές από ΜΧ, αποδίδει τη δύναμή του γλυκά και προοδευτικά σαν τα μεταγενέστερα Yamaha με βαλβίδες reed, και καθόλου απότομα, όπως περίμενα.

Η επιτάχυνση είναι πολύ δυνατή για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’70, με τη σημαντική συνδρομή του μικρού βάρους του Husqvarna. Η ελαφριά αίσθηση φαίνεται πολύ και στον τρόπο που αλλάζει κατεύθυνση, στον τρόπο που ο μπροστινός τροχός σηκώνεται στο αέρα κάθε φορά που βγαίνω από το σικέιν με τρίτη – αυτό με έκανε να εκτιμήσω και το Ohlins σταμπιλιζατέρ εποχής που έχει τοποθετήσει ο Βο. Κι όμως, το δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο, ούτε με τέρμα γκάζι στη γρήγορη δεξιά που οδηγεί στην τεράστια ευθεία της πίστας. Αν και έχει κάμποσους κραδασμούς στις χαμηλές στροφές, όπως όλα τα δικύλινδρα με στρόφαλο 180 μοιρών, όσο οι στροφές ανεβαίνουν τόσο ηρεμεί η κινητήρας, ενώ χάρη στις ελαστικές βάσεις του μοτέρ δεν συνάντησα ενοχλητικούς κραδασμούς ούτε καν δουλεύοντάς το στα κόκκινα.

Το CBR, o λόξυγγας και μια σπασμένη μπιέλα

Ωστόσο, στο πρώτο κομμάτι της δοκιμής αντιμετώπισα δύο προβλήματα, με τα φρένα και το πιρούνι. Ο δίσκος 280mm μπροστά είχε πολύ ξύλινη αίσθηση, ζητούσε πολλή δύναμη στη μανέτα και πάλι δεν έδινε το δάγκωμα που θα περίμενα, οπότε έπρεπε να ζορίσω αρκετά τον πίσω δίσκο της Brembo για να επιβραδύνω το Husqvarna από ταχύτητες της τάξης των 180-190 χιλιομέτρων. Δεν πιστεύω ότι έφταιγαν οι δαγκάνες, έχω οδηγήσει κι άλλες μοτοσυκλέτες με δαγκάνες AP Lockheed, πιθανότατα το φταίξιμο πρέπει να αποδοθεί στα γερασμένα τακάκια και τους παλιούς ατσάλινους δίσκους που ο Βο νομίζει ότι προέρχονται από κάποιο Yamaha.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το πιρούνι, που, πολύ απλά, είχε ανεπαρκέστατες αποσβέσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, το να κρατώ ανοιχτό το γκάζι μέσα στη στροφή σήμαινε πολλά κουνήματα, με το Husky να δείχνει μια σαφή πρόθεση να με στείλει στην αμμοπαγίδα. Το μόνο που με έσωσε, αρκετές φορές, ήταν η σπουδαία πρόσφυση των σύγχρονων ελαστικών της Avon.

Σταματώντας για λίγη θεραπεία από τον κύριο Granath –για τη μοτοσυκλέτα φυσικά– αποκαλύφθηκε ότι το ένα καλάμι του πιρουνιού δεν είχε σταγόνα λάδι μέσα του. Γεμίζοντάς το, η κατάσταση βελτιώθηκε και μπορούσα πλέον να κρατώ μεγαλύτερες ταχύτητες μέσα στη στροφή, εκμεταλλευόμενος την άριστη συμπεριφορά του πλαισίου της Seeley. Πίσω η μοτοσυκλέτα φοράει δύο πιο σύγχρονα αμορτισέρ Ohlins, αλλά ο Βο αγωνιζόταν τότε με Girling. Στους γύρους που έκανα, σπάνια με απασχόλησε κάποιο μικρό κούνημα πίσω, μάλιστα δεν με απέτρεψε από το τα κυνηγηθώ με ένα CBR600 που γυρνούσε την ίδια ώρα στην πίστα. Μπορεί να μ’ έπαιρνε κάθε φορά στα φρένα, αλλά θα έβρισκα την ευκαιρία να του ρίξω στην ευθεία, περνώντας τον σα να είχε μείνει κολλημένος με τέταρτη σχέση!

Εντάξει, ο τύπος με το Honda γέλασε τελευταίος – κι εγώ ήμουν τυχερός που δεν απογειώθηκα όταν το Husqvarna κόλλησε με σπασμένη πέμπτη στην ευθεία. Κατάφερα να μην πέσω και να επιστρέψω στα pits, όπου ανακαλύψαμε ότι το πρόβλημα ήταν μια σπασμένη μπιέλα. Ο Βο πιστεύει ότι ήταν το αποτέλεσμα ενός “λόξυγγα” που είχε παρατηρήσει παλιότερα και εκδηλώθηκε πλήρως τώρα. Παρ’ όλα αυτά, αν και το παιχνίδι μου με το Husky τέλειωσε λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελα, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και να αξιολογήσω μια μοτοσυκλέτα που θεωρώ ως έναν από τους μεγαλύτερους αφανείς ήρωες στην ιστορία των αγώνων GP.

Tο δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο

Δεν τα παρατώ ποτέ

Με τα δεδομένα των μετέπειτα ιαπωνικών μοτοσυκλετών, αυτό το Husqvarna είναι τρόπον τινά ένα φτιαγμένο στο σπίτι σπεσιαλάκι, με αυτούς τους κυλίνδρους που ο Βο έκανε μόνος του υγρόψυκτους και την περίεργη εμφάνιση του “υβριδικού” κινητήρα που τονίζεται από τις αερόψυκτες κεφαλές. Το Husky του Bo Granath ήταν ένας άξιος διεκδικητής του βάθρου των GP 500, κι αυτή είναι η μέγιστη διάκριση για μια μοτοσυκλέτα που αγωνίζεται σε αυτήν την κορυφαία κατηγορία. Το μόνο που έλειψε ποτέ από αυτό το αποδοτικό αγωνιστικό πακέτο ήταν η πλήρης χρηματοδότηση. Αν ο Βο δεν επεδίωκε να ασχολείται αποκλειστικά ο ίδιος με το μηχανάκι του, αν η Husqvarna προσπαθούσε να στήσει σε συνεργασία με τη Seeley μια κανονική αγωνιστική μοτοσυκλέτα ως διάδοχο των τετράχρονων μονοκύλινδρων, τότε η Ευρώπη θα είχε βρει μια άξια αντίπαλο στα ΤΖ350 και Η1R στην κατηγορία των 500cc – τουλάχιστον μέχρι το 1966 που ήρθε το RG500 και άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Το Husky ήταν ευκολότερο σε σχέση με το ΤΖ350, αν και θα έπρεπε να οδηγείς μονίμως στο όριο για να ανταγωνιστείς τα τρικύλινδρα Kawasaki. Αλλά ζώντας μαζί του μέρα με τη μέρα, όπως έκανε ο Granath, μάθαινες πώς να πηγαίνεις πολύ γρήγορα και μπορούσες να καταφέρεις πολλά – το απέδειξε ο Βο στη θρυλική σεζόν του 1972.

Ο ίδιος ο Agostini έχει αναγνωρίσει τον Granath και το Husqvarna του ως την ταχύτερη ιδιωτική συμμετοχή της δεκαετίας του ’70. Και, στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό το Husky δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σπέσιαλ μοτοσυκλέτα φτιαγμένη στο σπίτι, σχεδιασμένη και συντηρημένη από τον ίδιο ένα άνθρωπο που την οδηγούσε με απίθανο τρόπο – και με ελάχιστη βοήθεια από ένα εργοστάσιο που ειδικευόταν σε χωματερές μοτοσυκλέτες. Αυτά που κατάφερε, παρά τα αμέτρητα προβλήματα που αντιμετώπισε, με απολύτως ελάχιστους πόρους και μετά από πολλές απογοητεύσεις, λένε πολλά για το ποιόν του ανθρώπου Bo Granath. Το ρητό της ομάδας του θα πρέπει να ήταν “Δεν τα παρατώ ποτέ”, απλούστατα γιατί ποτέ δεν τα παράτησε – και κοιτάξτε τί κατάφερε με την επιμονή του. Από μόνος του…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κατασκευαστής / Μοντέλο:
Husqvarna / 500 GP
Κινητήρας:
Δίχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
69,5 x 64,5
Χωρητικότητα (cc):
489
Τροφοδοσία:
Δύο καρμπιρατέρ Mikuni 34mm
Ανάφλεξη:
Motoplat
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Τύπος συμπλέκτη:
Υγρός πολύδισκος (8 δίσκοι)
Πρωτεύουσα μετάδοση:
Γρανάζια
Τελική μετάδοση:
Aλυσίδα, κιβώτιο 6 σχέσεων
Πλαίσιο:
Ατσάλινο σωληνωτό
Βάρος (kg):
117 με λάδια, χωρίς βενζίνη
Ανάρτηση εμπρός:
Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani
Ανάρτηση πίσω:
Δύο αμορτισέρ Girling (ή αργότερα Ohlins)
Φρένο εμπρός:
Δίσκος 280mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Φρένο πίσω:
Δίσκος 220mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Ελαστικό εμπρός / Διάσταση:
Avon AM20 Roadrunner / 90/90-18
Ελαστικό πίσω / Διάσταση:
Avon AM23 Roadrunner / 130/65-18
Ισχύς (hp/rpm):
65 / 8.500

 

 

Μπλε και κίτρινο, στα χρώματα της σημαίας της Σουηδίας φυσικά, για να ξεχωρίζει

 

Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, το φέρινγκ είναι στενό πάνω και φαρδαίνει κάτω μόνο όσο χρειάζεται για τα πλαϊνά καπάκια του κινητήρα

 

Η ομορφότερη γωνία της μοτοσυκλέτας, από πίσω, με μια βαρβάτη δόση αγριάδας. Το πίσω λάστιχο είναι διάστασης 130/65, λίγο φαρδύτερο από τα 120/70 που φορούν σήμερα κατά κόρον οι σπορ μοτοσυκλέτες

 

Το πλαίσιο είναι ειδικά σχεδιασμένο για αυτόν τον κινητήρα από τη Seeley στην Αγγλία – πολύ καλύτερα από το αρχικό, πρώην ΜΧ πλαίσιο της Husqvarna. Αργότερα ο κινητήρας τοποθετήθηκε σε ελαστικές βάσεις, λύνοντας το θέμα των αμέτρητων κραδασμών που προκαλούσαν το ένα πρόβλημα πίσω από το άλλο

 

Ο κινητήρας προέκυψε συνδέοντας δύο κυλίνδρους από ΜΧ 250. Τα πλαϊνά κάρτερ είναι τα αυθεντικά της Husqvarna, αλλά το μεσαίο τμήμα τους φτιάχτηκε εκ των υστέρων για να συνδέσει τους δύο κυλίνδρους. Αυτός ο κινητήρας είναι πολύ δουλεμένος και φαίνεται, ακριβώς όπως τερμάτισε τον τελευταίο του αγώνα το 1976

 

Οι κεφαλές έχουν ακόμη τις ψύκτρες τους, αλλά οι κύλινδροι τις ξεφορτώθηκαν όταν ο Granath έφτιαξε το δικό του σύστημα υδρόψυξης. Διακρίνεται καθαρά το κύκλωμα ψύξης που χρησιμοποίησε ο Σουηδός. Η Husqvarna δεν πείστηκε από τον Granath και πέρασαν 7 χρόνια ώσπου να εισαγάγει την υδρόψυξη στις μοτοσυκλέτες της

 

Όταν δουλεύεις ανεξάρτητα από εταιρικές πολιτικές, τότε είσαι πιο ελεύθερος. Ο Granath επέλεξε ελεύθερα τα περιφερειακά της μοτοσυκλέτας του και προτίμησε αυτό το πιρούνι της ιταλικής Ceriani, ένα από τα καλύτερα της εποχής του

 

Σήμερα το δίχρονο 500 φοράει δυο αμορτισέρ της Ohlins, ωστόσο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του με δυο Girling

 

“Spola Kröken” σημαίνει “Σταμάτα να Πίνεις”. Για κάποιο διάστημα η σουηδική κυβέρνηση ήταν χορηγός του Granath, και, μέσω της μοτοσυκλέτας που κέρδιζε τα πάντα στους εγχώριους αγώνες, επέλεξε να διαφημίσει την καμπάνια της εναντίον του αλκοολισμού

 

Σήμερα είναι 63 ετών, αλλά ο Σουηδός συνεχίζει να αγωνίζεται ερασιτεχνικά με ένα Supermono Husaberg κι ένα GSX-R 600. Φυσικά, δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε, από τη μοτοσυκλέτα που τον έφερε πίσω από τον μεγάλο Giacomo Agostini και το βάθρο των Grand Prix